(roll down to read this post in english)
Jambiani's coast at low tide. |
Ο επόμενος σταθμός
μου μετά την πόλη της Ζανζιβάρης ήταν το χωριό Τσαμπιάνι, στην Ανατολική ακτή
του νησιού. Είχα πληροφορίες για το μέρος πριν φύγω από την Ελλάδα και τις
επιβεβαίωσα εδώ, τις δυο τρεις φορές που μίλησα με ταξιδιώτες που έχουν περάσει
από εκεί. «Να πας, παραδεισένιο μέρος!», ήταν η ταξιδιωτική οδηγία.
The Dala Dala to Jambiani. |
Η μετακίνηση έγινε
με ένα Ντάλα-Ντάλα, το μέσον της τοπικής μεταφοράς. Αυτό που χρησιμοποιούν οι
ντόπιοι. Oι "Μζούνγκου", οι λευκοί τουρίστες, προτιμούν τα “private buses” (που είναι 5 φορές ακριβότερα, και θυμίζουν
μία κοινή βόλτα με το ΙΧ). Το ταξίδι ξεκίνησε από τον κεντρικό σταθμό των
λεωφορείων και ολοκληρώθηκε έπειτα από σχεδόν δύο ώρες και περίπου 40 χιλιόμετρα.
Σταματούσε σε κάθε γειτονιά της πόλης, μέχρι να βγούμε από αυτήν, αλλά και σε κάθε
χωριό που συναντήσαμε. Από την αφετηρία ξεκινήσαμε, εγώ, άλλοι δύο επιβάτες και
καμιά δεκαριά μεγάλες φιάλες νερού
στριμωγμένες στη μέση της καρότσας, Στα μισά της διαδρομής, καθόμασταν ο ένας -κυριολεκτικά- αγκαλιά
με τον άλλο.
Το Τσαμπιάνι απλώνεται
αρκετά χιλιόμετρα κατά μήκος της ακτής, κι εγώ δεν είχα ιδέα για το που ήθελα
να κατέβω. επιπλέον, δεν είχα και κράτηση σε κάποιο από τα καταλύματα. Με κατέβασαν κάπου
στην τύχη και τους φάνηκε διασκεδαστικό που δεν ήξερα που πάω. Προφανώς, κι εμένα το ίδιο μου φαίνεται.
Με τσίμπησε κατ’
ευθείαν ένας καλοσυνάτος τυπάκος, με πήγε σε τρία τέσσερα κοντινά ενοικιαζόμενα
δωμάτια, για να καταλήξω στο Malaika που στα κισουαχίλι σημαίνει άγγελος.
Το Τζαμπιάνι μου άρεσε, από την πρώτη στιγμή, εξού και σκόπευα να περάσω 4-5 μέρες εκεί. Μεσολάβησαν, όμως, κανα-δυο συμβάντα και τελικά έμεινα πολύ παραπάνω. Η αρχή έγινε με ένα μικρο-ατύχημα:
Ένα απόγευμα, σε μία από τις πρώτες μου μεγάλες βόλτες στα χωριά, κατά μήκος της ακτής προς τον νότο, αγόρασα μία ξερή καρύδα από ένα κιόσκι του δρόμου. 'Αρχισα να τρώω τον φρέσκο καρπό με ευχαρίστηση, αλλά όταν προσπάθησα να σπάσω το ένα κομμάτι σε περισσότερα, ο φλοιός λειτούργησε σαν ξυράφι και μου άφησε μια βαθιά χαρακιά, μερικών χιλιοστών, στην δεξιά παλάμη, κάτω από τον αντίχειρα.
Γύρισα με ταχύ βήμα στον ξενώνα, ασκώντας πίεση στο κόψιμο με τον αντίχειρα του άλλου χεριού, κολυμπώντας στον ιδρώτα από την αγωνία μου. Στον ξενώνα βρήκα τα βασικά για να απολυμάνω και να δέσω το τραύμα, που τις επόμενες μέρες έδειξε ότι δεν θα μου δημιουργήσει προβλήματα. Δεν μολύνθηκε, αντιθέτως, έκλεισε και επουλώθηκε με έναν θαυμαστό τρόπο. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, έχει αφήσει μία λεπτή, ροζ, γραμμή που θα μου θυμίζει πάντα το Τζαμπιάνι και ότι οι καρύδες δεν σπάνε με γυμνά χέρια.
Η φιλοξενία του Χάτζι (ο ιδιοκτήτης του Μαλαϊκα), η ησυχία και η ομορφιά του χωριού, μαζί με την υπέροχα φιλική στάση των ντόπιων με κράτησαν δώδεκα μέρες, εδώ.
Τα περισσότερα βράδια τα πέρασα με την Τζούλυ και τον Τζακ, ένα ζευγάρι Πολωνών, που νοικιάζει ένα γειτονικό σπίτι, για δεύτερο καλοκαίρι. Θα μείνουν εδώ περίπου τρεις μήνες. Είναι εδώ ήδη ένα μήνα και θα μείνουν άλλους δύο. Είναι ευχάριστοι και φιλικοί και οι δυο τους. Τον Τζακ τον υπολογίζω λίγο πάνω από 45. Δεν εργάζεται εδώ και ένα χρόνο, απ’ όταν η αντιπροσωπεία επίπλων, που είχε δημιουργήσει μόνος του και την έτρεχε για 25 χρόνια, πτώχευσε «υποχρεωτικά» από την μαμά εταιρεία.
Είναι κτηνίατρος, όμως, κάτι που δεν είχε ποτέ εξασκήσει,
αλλά αυτό που θέλει να κάνει τώρα είναι να δουλέψει με την ειδικότητά του σε
κάποιο από τα πάρκα της χώρας. Θέλει να μείνει και να δουλέψει στην Αφρική, με τα άγρια ζώα. «Δεν θέλω να ξοδέψω άλλη ζωή»,
ήταν μια φράση του που συγκράτησα. Μακάρι να τα καταφέρει! Η Τζούλυ είναι καθηγήτρια αγγλικών. «Οι
Πολωνοί», είπε, θέλοντας να παρουσιάσει των εαυτό της, «τα τελευταία χρόνια, κάνουν τρία πράγματα
πολύ: πίνουν, δουλεύουν και ανησυχούν! Εγώ, τα δύο τελευταία, τα κάνω σε
μεγαλύτερο βαθμό απ’ αυτόν που συνηθίζεται για τον μέσο όρο». Κάποια βράδια,
αφού γύριζα από τις μακρινές μου βόλτες, και αφού τέλειωνα το βραδινό μου, που
μου σερβίριζε ο Χάτζι, πήγαινα και τους έβρισκα να κάθονται στο μπαλκόνι τους
που κοιτά τον ωκεανό, πίναμε μπύρες ή Κονιάγκι και μιλούσαμε για ώρες. Όμορφες ώρες.

Ένα απόγευμα, άκουσα δυνατή μουσική και φωνές σαν
πανηγυρισμούς. Άφησα τον ξενώνα –να πω εδώ, ότι όλο το χωριό είναι χτισμένο
στην άμμο της παραλίας και περπατάω σχεδόν πάντα ξυπόλυτος- και ακολούθησα την
κατεύθυνση που οδηγούσε στην πηγή της μουσικής. Βγήκα σε ένα μικρό πλάτωμα,
λίγο πιο μακριά από τον οικισμό, όπου ήταν μαζεμένοι παιδιά, νέες και νέοι.
Σε μια γωνιά, υπήρχε ένας πάγκος, με ένα παλιό στερεοφωνικό και ένα μεγάλο ηχείο, απ' όπου ακουγόταν δυνατή μουσική, με άπειρες διακοπές. Όταν ακουγόταν η μουσική, το πλήθος χόρευε και τραγουδούσε με τρόπο που δεν είχα ξαναδεί. Κάθε φορά, που άλλαζε το μουσικό
κομμάτι και το αναγνώριζαν, ούρλιαζαν, έτρεχαν προς το κέντρο της "πίστας", και χόρευαν, με όλη τους την ενέργεια. Είναι απίστευτος ο τρόπος που χορεύουν! Όλοι τους. Ακόμα και τα παιδιά. Έχουν γεννηθεί με το χάρισμα. Τους ζήλεψα. Ναι, αυτό είναι, τους ζήλεψα. Τρέφουν την ψυχή τους άκοπα!
Αυτό το πανηγύρι συνεχίστηκε για κάθε ένα από τα απογεύματα, μέχρι που έφυγα από το Νούνγκουι. Ήταν προφανές ότι κάτι γιόρταζαν... Η ποδοσφαιρική ομάδα της γειτονιάς είχε πάρει το τοπικό πρωτάθλημα, στον τελικό, από μία άλλη ομάδα, δυο γειτονιές πιο πέρα! Αν είχαν κερδίσει οι άλλοι, τότε θα στηνόταν το ίδιο πανηγύρι, είκοσι σπίτια παραπέρα... Το λατρεύουν το ποδόσφαιρο, μου εξήγησε ο τερματοφύλακας των θριαμβευτών. Κάτι που διαπίστωσα, με τα μάτια μου. Όπως επίσης λατρεύουν και τα πανηγύρια, γι αυτό και φροντίζουν να βρίσκουν αφορμές. Λατρεύουν και να χορεύουν και να τραγουδούν. Αυτό είναι ένα εντυπωσιακό παράδοξο: ζουν με τα ελάχιστά και έχουν τόσα που λατρεύου!
Kάποια βράδια, περπατούσα για μία ή και περισσότερη ώρα κατά μήκος
της παραλίας. Υπήρχαν βραδιές, που το πλάτος της παραλίας γινόταν απέραντο. Η
παλίρροια της Ανατολικής Ακτής ήταν πολύ χαμηλή και τραβούσε τα νερά του
ωκεανού πολλές δεκάδες μέτρα μακριά. Τις ώρες που περπατούσα, συναντούσα ελάχιστα
φώτα, σε κάποια μεγάλα σπίτια της ακτής. Ο ουρανός ήταν γεμάτος με αστέρια, και
στα σημεία που δεν υπήρχαν καθόλου σπίτια, μπορούσα να βλέπω όλο το εύρος
του θόλου του. Το μόνο σχήμα που ξεχώριζε διαφορετικό στον θόλο ήταν το σκοτεινό
περίγραμμα από τους φοίνικες που υψώνονταν πάνω απ’ το κεφάλι μου. Αγαπώ την
καλή συντροφιά, την θεωρώ εξίσου απαραίτητη. Αλλά εκτιμώ και τις μοναχικές ώρες. Κάποτε πίστευα ότι τις
αναζητώ για να παρατηρώ τον εαυτό μου, να συζητώ μαζί του και να τον ανακαλύπτω. Δεν είναι αυτό. Αναζητώ την ησυχία. Μόνο με ησυχία
μπορεί κανείς να νιώθει τον χρόνο που κυλλά και να αναγνωρίζει την ομορφιά του
κόσμου. Ο θόρυβος και οι κουβέντες κρατούν τον νου απασχολημένο.
κείμενο και φωτογραφίες,
του Δημήτρη Μαμάκου
περισσότερα για τον Δημήτρη, εδώ
συνδεθείτε μαζί του στο facebook, εδώ
ακολουθήστε τον σύνδεσμο για να δείτε όλες τις φώτο.
texts and photos,
by Dimitris Mamakos
more about Dimitris, here
connect with Dimitris on facebook, here
roll down to view some photos or follow the link to view/download the entire galery.
Women collecting shells for noon' s table. |
Το Τζαμπιάνι μου άρεσε, από την πρώτη στιγμή, εξού και σκόπευα να περάσω 4-5 μέρες εκεί. Μεσολάβησαν, όμως, κανα-δυο συμβάντα και τελικά έμεινα πολύ παραπάνω. Η αρχή έγινε με ένα μικρο-ατύχημα:
Ένα απόγευμα, σε μία από τις πρώτες μου μεγάλες βόλτες στα χωριά, κατά μήκος της ακτής προς τον νότο, αγόρασα μία ξερή καρύδα από ένα κιόσκι του δρόμου. 'Αρχισα να τρώω τον φρέσκο καρπό με ευχαρίστηση, αλλά όταν προσπάθησα να σπάσω το ένα κομμάτι σε περισσότερα, ο φλοιός λειτούργησε σαν ξυράφι και μου άφησε μια βαθιά χαρακιά, μερικών χιλιοστών, στην δεξιά παλάμη, κάτω από τον αντίχειρα.
Γύρισα με ταχύ βήμα στον ξενώνα, ασκώντας πίεση στο κόψιμο με τον αντίχειρα του άλλου χεριού, κολυμπώντας στον ιδρώτα από την αγωνία μου. Στον ξενώνα βρήκα τα βασικά για να απολυμάνω και να δέσω το τραύμα, που τις επόμενες μέρες έδειξε ότι δεν θα μου δημιουργήσει προβλήματα. Δεν μολύνθηκε, αντιθέτως, έκλεισε και επουλώθηκε με έναν θαυμαστό τρόπο. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, έχει αφήσει μία λεπτή, ροζ, γραμμή που θα μου θυμίζει πάντα το Τζαμπιάνι και ότι οι καρύδες δεν σπάνε με γυμνά χέρια.
Η φιλοξενία του Χάτζι (ο ιδιοκτήτης του Μαλαϊκα), η ησυχία και η ομορφιά του χωριού, μαζί με την υπέροχα φιλική στάση των ντόπιων με κράτησαν δώδεκα μέρες, εδώ.
The coast to the south. |
Τα περισσότερα βράδια τα πέρασα με την Τζούλυ και τον Τζακ, ένα ζευγάρι Πολωνών, που νοικιάζει ένα γειτονικό σπίτι, για δεύτερο καλοκαίρι. Θα μείνουν εδώ περίπου τρεις μήνες. Είναι εδώ ήδη ένα μήνα και θα μείνουν άλλους δύο. Είναι ευχάριστοι και φιλικοί και οι δυο τους. Τον Τζακ τον υπολογίζω λίγο πάνω από 45. Δεν εργάζεται εδώ και ένα χρόνο, απ’ όταν η αντιπροσωπεία επίπλων, που είχε δημιουργήσει μόνος του και την έτρεχε για 25 χρόνια, πτώχευσε «υποχρεωτικά» από την μαμά εταιρεία.
Group of muslim girls. |
Guest houses on the beach. |
Τα βραδινά μου
γεύματα αποτελούνται από ψάρι ή χταπόδι, με ρύζι. Καθημερινά! Οι συνταγές είναι τρεις
ή τέσσερις, όλες κι όλες, ανεξάρτητα από την πρώτη ύλη και έχουν όλες τους για βασικά
συστατικά τον χυμό και την σάρκα της καρύδας, την τομάτα και το κάρυ. Για ένα
πράγμα μπορώ να σας βεβαιώσω: Η Αφρική δεν είναι ένας γκουρμέ προορισμός!
Τις μέρες που το πρωινό (τσάι, μία μπανάνα ή ένα πορτοκάλι, ομελέτα και ψωμί με
μαρμελάδα και ένα συσκευασμένο φυτικό λίπος) και το δείπνο δεν μου αρκούν, βάζω
ένα εμβόλιμο μεσημεριανό γεύμα, σε μια παράγκα δίπλα από τον ξενώνα.
Φασόλια
με τσαπάτι ή μαντάζι. Τσαπάτι είναι η παραδοσιακές ινδικές πίτες, με λάδι και
μαντάζι είναι η Τανζανική εκδοχή του ντόνατ. Οι υπόλοιπες επιλογές των ντόπιων,
στο μεγέρικο της γειτονιάς, είναι σούπα με ζωμό και κάποια μικρά δείγματα
μοσχαρίσιου κρέατος και λαχανικών και ρύζι, που είναι παρόν παντού και πάντα σε
ό,τι έχει να κάνει με φαγητό.
The Spice Hotel. |
Και μιας και
αναφέρομαι σε τοπικές ιδιαιτερότητες, να πω ότι:
Τα παράθυρα στον
ξενώνα δεν έχουν ούτε τζάμια ούτε πατζούρια. Έχουν μία σίτα για τα κουνούπια
και μια σειρά κάγκελα για τους ανθρώπους. Ο ήλιος εμποδίζεται από μία κουρτίνα,
ο άνεμος από τίποτα. Τελεία. Οι στέγες στα σπίτια και στους ξενώνες είναι
χόρτινες. Πλεγμένα φοινικόφυλλα. Η παλίρροια φέρνει ή απομακρύνει τον ωκεανό,
για πολλές δεκάδες μέτρα, ανά 8-10 ώρες.
The dhows of Zanzibar. |
Soccer! |
κείμενο και φωτογραφίες,
του Δημήτρη Μαμάκου
περισσότερα για τον Δημήτρη, εδώ
συνδεθείτε μαζί του στο facebook, εδώ
ακολουθήστε τον σύνδεσμο για να δείτε όλες τις φώτο.
Jambiani, Zanzibar, East Coast – a site of amazing beauty!
My
next stop after Zanzibar
Town was the village
Jambiani, at the East Coast of the island. Two or three times that I met
travelers who had been there, the advise was the same: “You should go, the
place is like paradise!”.
As for transport I used a
dala-dala, the small vans which are the locals’ choice. The “Mzungus”, the
white travelers, prefer the “private cars”, that are 5 times more expensive and
feel quite comfortable (like a Sunday Drive with the family vehicle). My trip
lasted almost two hours for about 40Km. We made a stop at all of the
neighborhoods we met as to drive through the city, but also at every village afterwards.
We started the trip with three passengers –me and two others- and a dozen of
10-litre bottles of water between us, but after a while we became more than
twenty people sitting literally one on another.
Jambiani
is a very big village, that lies across he coast for a couple of kilometers. I
had not any idea about where I would like to get dropped, and of course I did
not have any reservation for a room. They dropped me in a random place, after
having –the driver and the conductor- a brief conversation and looking at me
with smiling faces. They found it quite amusing that I didn’ t have a specific
destination. Apparently, I have myself the same feeling about this.
I was instantly joined by a nice folk who walked me
around to three or four options of renting rooms to end up to “Malaika”, which
means “angel” in Kiswahili.
I
liked jambiani since the first moments, and I was thinking to spend 4-5 days
there. But then, there were some incidents in-between and I finally stayed much
more. The beginning was made with a small accident;
One
evening, in one of my long wandering throughout the villages, across the shore
and towards the south, I bought a dry coconut from a kiosk. I begun eating the
white flesh with joy, but when I tried to brake one piece into more, the hard
shell worked as razor and left a deep cut of some millimeters on my right hand,
bellow the thumb. I
returned back, almost running, pressing hard the cut with the other hand, being
all covered by cold sweat of agony. In the guest house I found the basics to
tie and decontaminate the trauma, which since the first following days showed
not to cause me any serious problems at
all.
July and Jack are the
Polish couple renting a nearby house. They are here for a second summer, and they
will stay for three months. They have spent already one of them and have two
more to go. They are pleasant and friendly, both. Jeck must be something more
than forty five. He does not work, it is one year now. The furniture agent
company he had himself created and successfully run for almost 25 years was
forced to bankruptcy by the mother company.
He is a veterinary
though, which is a profession he has never exercised. But what he presently
desires is to
work with this specialty of his, here in Africa, at some reserve with the wildlife. “I don’ t want to spend any more life”, was one of his sayings that I kept. I wish he will be successful with that. July is a teacher of the English language. Wanting to present herself se said, “The last ages, Polish people have been doing these three things, intensively: they drink, work and worry! Myself, I have been exceeding doing the last two even from what is supposed to be the ordinary”.
Some nights, after returning
from my long walking trips and having finished with my dinner (which was
prepared by Hatzi, the owner of Malaika), I was joining them. They were sitting
on their balcony, right in front of the ocean. We used to drink beers or
Conyagi and to chat for hours. Marvelous hours!work with this specialty of his, here in Africa, at some reserve with the wildlife. “I don’ t want to spend any more life”, was one of his sayings that I kept. I wish he will be successful with that. July is a teacher of the English language. Wanting to present herself se said, “The last ages, Polish people have been doing these three things, intensively: they drink, work and worry! Myself, I have been exceeding doing the last two even from what is supposed to be the ordinary”.
My
dinner consists of fish or octopus with rise. Every day! There are only three
or four recipes no matter what the raw material is, and they all have as basic
ingredients coconut, tomato and curry. There is one thing I can assure you
about: Africa is not a gourmet
destination!
Those days when breakfast (tea, one banana or an orange, omelet and bread with marmalade and a kind of packaged veg fat) and dinner will not suffice, I add an in-between meal, at a nearby booth.
Those days when breakfast (tea, one banana or an orange, omelet and bread with marmalade and a kind of packaged veg fat) and dinner will not suffice, I add an in-between meal, at a nearby booth.
Beans with chapatti or
mandazee. Chapati is the infamous Indian oily bread (pie type), and mandazee is
the Tanzanian version of donut. The other available options for the locals at
the neighborhood’ s eating place is soup with some few and tiny -just for the
flavor- pieces of beef and vegetables, and rice of course which is always
there. And since I am referring to local
specificity, let me say that: On the windows of the guest house there is no τζάμια ούτε πατζούρια.
There is only a net for the mosquitoes and a row of bars for humans. The sun is
prevented just by a curtain, and wind by nothing. That’ s it. The roofs of the
lodge and of the other houses are made of palm leaves. And this last one is the
most amazing: the tide brings or takes away the ocean…every eight to ten hours.
It was one afternoon
when I heard loud music and celebrations and people screaming in a cheerful
manner. I left the lodge –I want to mention here that the entire village lies
on the coast’ s sand so I always walk barefoot-
and I followed the direction leading towards the source of that music. I
was led to as mall open space between the houses, where I found a gathering of
many young people, but children as well. There was a table somewhere around
currying on it an ancient stereo and a huge speaker of the same era. That was
the source of this very loud music, which was heard though through uncountable excessive
breaks. But when it was on, the crowd was singing and dancing in a way I was
witnessing for a first time. Each time they recognized the next beloved song,
they run, screaming in ecstasy, in the center of the “dancing floor” and they
danced. And they gave to that everything they got; it was obvious! It is amazing the way they dance. All of them. Even small children. They are born with the gift. I envied them. Yes, that is exactly what it is, envy. They
feed their soul…effortlessly.
This
feast went on for each one of my remaining evenings in Jambiani. It was obvious
they were celebrating for something… The football team of the neighborhood had
won the final game for the local championship over another team which comes
from another neighborhood of the same village! So, if the winners would be the
other team, the same feast would be set up at a couple of alleys away from
here. “They love soccer”, explained to me the goalkeeper of the triumphants. Almost
as much as they love feasting, and they always find reasons to do so. And they
love dancing and singing.This is an impressive paradox: they live with the
less and there are such many that they adore!
Some nights, I walked
for one or more hours, along the beach. There were nights that the width of the
beach became to be infinite. The tide of the East Coast was too low and was
taking the ocean tens of meters away. When walking I was only encountering a few
lights, of some big houses of the sore. The sky was full of stars. Where there
were no buildings, I could see all of the range of its dome. The only figure that stood out in different
canopy was the dark
outline of the
palm trees towering above my head. I love good company, I consider it as being equally substantial.
But I also appreciate the lonely times. I once believed that I am looking for
them so to seek and observe myself. That’ s not what it is! I seek quiet. Only in quiet one can feel the rolling of time and acknowledge
world’ s beautifulness. Noise and conversations keep mind busy.
by Dimitris Mamakos
more about Dimitris, here
connect with Dimitris on facebook, here
roll down to view some photos or follow the link to view/download the entire galery.
The village at dawn. |
Δημήτρη τι γίνεται από κει μεριά; Τι ανακαλύπτεις; Καιρό έχεις να μας δώσεις ενημέρωση. Από Τρίτη θα φτιάξει ο καιρός...
ReplyDelete