Wednesday 20 December 2017

Ήμουν ένα σύγχρονο αφεντικό-είλωτας. Τώρα νιώθω ελεύθερος!



Λίμνη Νυάσα, στο Μαλάουι, τέσσερις εβδομάδες σε σκηνή.

"Τις μέρες που ήμουν κλεισμένος σε ένα γραφείο, έβλεπα ότι η ζωή μου ήταν ένα ψέμα. Ψευτικές ανάγκες, ψεύτικα όνειρα, ψεύτικες ιδέες, ψεύτικες αξίες, ψεύτικα έργα..."

Τον Μάρτη του 2009 ήμουν ήδη μία εξαετία διευθύνων σύμβουλος σε μία μικρομεσαία Ανώνυμη Εταιρεία, στην Αθήνα. Τον Οκτώβρη του ίδιου έτους πετούσα για το Κατμαντού του Νεπάλ, με εισιτήριο χωρίς επιστροφή κι ένα σακίδιο πλάτης. Ακολούθησε μία περιπλάνηση σχεδόν πέντε μηνών στο Νεπάλ κι έπειτα στην Ινδία, που δεν άλλαξε την ζωή μου μόνο, αλλά μετασχημάτισε το DNA μου.

Τον πρώτο μήνα στο Νεπάλ, είχα ήδη ζήσει απίστευτες εμπειρίες και είχα γνωρίσει σπάνιους ανθρώπους. Είχα ανέβει μόνος στην Αναπούρνα των Ιμαλαϊων, είχα δει τις μεσαιωνικές πόλεις του Κατμαντού και είχα ζήσει σε ένα αγροτοχώρι της φυλής των Σέρπα, στο πεδινό Τεράι. Και κάπως έτσι βρέθηκα σε μία συνέντευξη για μία θέση εθελοντισμού σε μία αγγλονεπαλέζικη οργάνωση που οραματιζόταν να μυήσει τους ντόπιους αγρότες στις πρακτικές της βιοδυναμικής γεωργίας.
Θυμάμαι τον επικεφαλή να με ρωτά στην συνέντευξη: «Γιατί ταξιδεύεις, Ντιμίτρις;», κι εγώ να τον κοιτάζω με το στόμα ανοικτό, μην έχοντας απάντηση. Με θυμάμαι πολλές φορές στο ταξίδι να συλλαμβάνω τον προ πολλού ενήλικα εαυτό μου να μην έχει καμία ιδέα για το «γιατί βρίσκομαι εκεί που βρίσκομαι;», «γιατί βρισκόμουν εκεί που βρισκόμουν;», «που πάω», «που θέλω να πάω;» και –κυρίως- «τι πραγματικά χρειάζομαι;».

Στις μεσαιωνικές πόλεις του Κατμαντού, μία φαντασμαγορική στάση στο ταξίδι του Δημήτρη.
Δύο μήνες αργότερα, κι ύστερα από μία εξωπραγματική διαδρομή, με θυμάμαι να επανέρχομαι σε εκείνο το ερώτημα του τότε υποψήφιου αφεντικού και να ψηλαφώ τις πρώτες απαντήσεις. Σημείωνα σε ένα ημερολόγιο που –για πρώτη φορά στη ζωή μου- κρατούσα...

«Κι άρχισα να θυμάμαι… Πήγα χρόνια πίσω, στην παλιά μου ζωή, πριν ακόμα αρχίσουν να ζορίζουν τα πράγματα… Μέχρι που θυμήθηκα εκείνη τη μόνιμη και απροσδιόριστη αίσθηση, που δεν κουραζόταν να μου ψιθυρίζει από τις αβύσσους της συνείδησης: «Κάτι δεν πάει καλά!»

Στην πρωτεύουσα του Κασμίρ, το Σριναγκάρ, στις όχθες της λίμνης Dal και του ποταμού Jhelum

Έμοιαζε με την αίσθηση που έχεις όταν οδηγείς ένα αυτοκίνητο, χωρίς πρόβλημα στην πορεία, αλλά με ένα συνεχή, περίεργο θόρυβο. Ανησυχείς ότι κάπου φωλιάζει ένα πρόβλημα, από εκείνα τα χοντρά μηχανικά προβλήματα που μπορούν να οδηγήσουν σε ατύχημα και που η σκέψη τους μόνο σου ανεβάζει τους σφυγμούς. Η πορεία συνεχίζεται ανεμπόδιστα, αλλά η αίσθηση παραμένει εκεί, σταθερά δυσάρεστη και απροσδιόριστη. Είναι σίγουρο ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά, αλλά δεν έχεις ιδέα τι είναι αυτό. Κι όσο δεν ξέρεις, τόσο περισσότερο ανησυχείς. Κοιτάς γύρω σου, και είναι όλοι μέσα σε αυτοκίνητα που κάνουν τον ίδιο θόρυβο. Αν ρωτήσεις, οι μισοί λένε ότι έτσι είναι τα πράγματα: τα σύγχρονα αυτοκίνητα έτσι ακούγονται, αλλά εσύ πρέπει να συνεχίσεις να τα οδηγάς. Άλλοι λένε ότι αν καταφέρεις και αγοράσεις μεγαλύτερο και καλύτερο μοντέλο, θ’ απαλλαγείς από τους θορύβους. Αλλά εσύ ξέρεις ότι κι εκείνα τα μοντέλα έχουν θορύβους, και μάλιστα πιο τρομαχτικούς – έχεις συναντήσει αρκετά απ’ αυτά στο δρόμο.
Ταξιδεύω γιατί δεν μπόρεσα να δεχτώ ότι θα ζήσω με το θόρυβο. Στα ταξίδια ψάχνω έναν τόπο, ή έναν τρόπο, απαλλαγμένο απ’ αυτόν.»

Εκείνες τις μέρες έβλεπα ότι η ζωή μου ήταν ένα ψέμα. Ψεύτικες ανάγκες, ψεύτικα όνειρα, ψεύτικες ιδέες, ψεύτικες αξίες, ψεύτικα έργα... Ακόμα κι αυτό που έκανα, που απορροφούσε το μέγιστο της καθημερινής μου ενέργειας, η δουλειά μου... με ανάλωνε, με εξουσίαζε όλο και περισσότερο. Γινόμουν σταδιακά ένα με το έργο μου, που το υπηρετούσα δουλικά. Ήμουν ένα σύγχρονο αφεντικό-είλωτας, όπως και εκατομμύρια άλλοι. Όπως όλοι αυτοί που γεμίζουν με αυτοσκοπούς και δεν χωράνε τίποτα άλλο. 

Στις εξωτικές παραλίες του Ινδικού Νότου.
Βρισκόμουν στις ζούγκλες της Καρνάτακα, όταν γράφονταν αυτές οι αράδες, και το ταξίδι είχε ακόμα πολύ δρόμο μπροστά του...
Στον δρόμο θα συναντούσα τον Σάντι, έναν Γερμανό "άγιο", που σε ανάμικτα ελληνικά και σανσκριτικά θα μου μιλούσε για την θρησκεία της χαράς...  
Την Σοφί, την εθελόντρια-ψυχίατρο από την Γαλλία, που είχε μετατρέψει την ζωή της σε έναν αγώνα εναντίον του εγωισμού της. Την Χεν, την ταξιδεύτρια από το Ισραήλ, με την οποία συνδεθήκαμε και συνεχίσαμε μαζί την περιπλάνηση.
Τον άμεσο φόβο του θανάτου.
Την φευγαλέα θέα της αποδέσμευσης και της εξύψωσης.

"Από τα οβάλ γραφεία των συνεδριάσεων έχω βρεθεί πια στην Λέσβο και καλλιεργώ βιολογικά την ελιά. Θέλω να γιατρέψω την γη από τα χημικά. τον νου και το κορμί μου από την χρόνια παραλυσία των τσιμεντένιων ενυδρίων και των θεών τους."

Σε ένα αγροτοχώρι της φυλής των Σέρπα, στο πεδινό Τεράι.


Μερικές εβδομάδες αργότερα, κι ενώ μοιραζόμουν ένα χωριατόσπιτο στην Βάτα Κανάλ (2500μ) με δύο Έλληνες, πλάνητες μουσικούς, γράφω στο ημερολόγιο...

«Το πυκνό στρώμα από σύννεφα είχε επιστρέψει έπειτα από τη διαύγεια των τελευταίων δύο ημερών και απλωνόταν ως τα πέρατα του ορίζοντα, κρύβοντας τις πεδιάδες. Οι δύο μουσικοί περίμεναν να σηκωθώ για να πιάσουν τις κιθάρες. Ο πρώτος ρεμπέτικος σκοπός της μέρας ταξίδεψε μέχρι τα πέρα σπίτια της Βάτα και γέμισε τον αέρα με τους στίχους και τη μελωδία της στιγμής.
Ο νους δεχόταν το άκουσμα της Μικρασίας, παρέα με τις εικόνες του ινδικού χωριού, δίχως ν’ αντιστέκεται. Νιώθω πως δεν είναι πια δική μου υπόθεση να κρίνω, να εξηγώ, ούτε καν να πολυσκέφτομαι. Η διαδρομή μου μοιάζει μέρος μιας αέρινης ροής, που βυθίζεται και χάνεται στην καρδιά μιας ονειροχώρας. Κι εγώ ξέρω, νιώθω, πως ο μόνος κίνδυνος, η μόνη απειλή έκπτωσης από εκεί ψηλά, βρίσκεται στη σκέψη και τη δράση μου. Πως η κρίσιμη συνθήκη, αυτή που τώρα προστέθηκε για πρώτη φορά στη στάση μου απέναντι στα πράγματα, είναι η ολοκληρωτική μου παράδοση: έχω αφεθεί σαν φύλλο, που, διαλέγοντας το συντομότερο δρόμο, αφήνεται να πέσει προς μια απαστράπτουσα πηγή, που μοιάζει ν’ αναβλύζει την ωραιότητα του κόσμου. Και ξέρω πως κάθε αντίσταση, κάθε πρόθεση περίσκεψης και κάθε ολίσθημα ανησυχίας ή αμφιβολίας θα με διαχωρίσει από αυτή την οδό και θα με φέρει πάλι κάτω στη γη, υποκείμενο των νόμων, των συνεπειών και των περιορισμών του δικού της και δικού μου φθαρτού και φευγαλέου πεπρωμένου»

"Ήμουν ένα σύγχρονο αφεντικό-είλωτας, όπως και εκατομμύρια άλλοι, που γεμίζουν με αυτοσκοπούς και δεν χωράνε τίποτα άλλο", θυμάται ο Δημήτρης Μαμάκος. Σήμερα όλο αυτό είναι μόνο ένα κακό όνειρο...
Αυτή η εμπειρία και η κατάσταση συνειδητότητας που έφερε μαζί της ήταν η κορύφωση τόσο της περιηγητικής όσο και της ψυχολογικής διαδρομής που με είχε οδηγήσει ως εκεί. Με μία διεργασία που θυμίζει περισσότερο την αλχημεία, είχα μεταμορφωθεί. Είχα γνωρίσει αυτή την κατάσταση ύπαρξης, που θα βρισκόταν από τότε στο παρασκήνιο κάθε δραστηριότητας ή ψυχικής μου κατάστασης. Δεν θα ήμουν ποτέ ξανά ο ίδιος. Δεν θα είμαι ποτέ ξανά ο ίδιος.

Από τα οβάλ γραφεία των συνεδριάσεων έχω βρεθεί, εδώ και τρεις χειμώνες, στην Λέσβο και καλλιεργώ βιολογικά την ελιά. Θέλω να γιατρέψω την γη από τα χημικά · τον νου και το κορμί μου από την χρόνια παραλυσία των τσιμεντένιων ενυδρείων και των θεών τους. Τα καλοκαίρια ταξιδεύω. Αυτή τη στιγμή, βρίσκομαι πάλι στην Λέσβο, αυτή τη φορά ακολουθώντας μία ομάδα εθελοντών γιατρών που παρέχουν πρώτες βοήθειες σε Σύρους πρόσφυγες, σε μία παραλία στο ανατολικό τμήμα του νησιού.

Kalga village, Parvati Valley, Himachal Pradesh. "Αξέχαστο σπιτικό" στο ταξίδι του Δημήτρη Μαμάκου.
Το ημερολόγιο του ταξιδιού έχει εκδοθεί από τις Εκδόσεις της Εστίας, με τον τίτλο νομαδικόν: ημερολόγιο δρόμου και στα βιβλιοπωλεία κυκλοφορεί πλέον η 3η του έκδοση. 
Το 30% των εσόδων του συγγραφέα από την παρούσα έκδοση (εκδόσεις Εστία) θα δωρίζονται στην οργάνωση Waldorf Association Hellas. To 50% των εσόδων από την πώληση του βιβλίου της 1ης έκδοσης (αυτο-έκδοση) έχουν ήδη διατεθεί στην οργάνωση Rainforest Conservation Fund. 
Περισσότερα για το βιβλίο και το σύνολο των δράσεών του Δημήτρη, εδώ: www.nomadikon.com 


Ευχαριστώ το andro.gr για την ευγενική του πρόσκληση και φιλοξενεία.
Πρώτη δημοσίευση άρθρου, εδώ

No comments:

Post a Comment

Ένα βιβλίο του Δημήτρη Μαμάκου - 4η έκδοση

  Η ιστορία κάποιου που άφησε την πόλη, την καριέρα και τους αγαπημένους του, για ν’ αναζητήσει τη ζωή. Η καταγραφή του οδοιπορικού του από...