Friday 20 September 2013

H πηγή του παντός.

Η παραβολή του δέντρου που εκπληρώνει τις επιθυμίες.

Το δέντρο Καλπατάρου
Αυτός που σκέφτεται γίνεται δημιουργικός με τις σκέψεις του·
πρόκειται για μια από τις πιο θεμελιώδεις αλήθειες που πρέπει
να καταλάβεις. Όλα όσα βιώνεις είναι δημιούργημα δικό σου.
Πρώτα το δημιουργείς, έπειτα το βιώνεις και μετά παγιδεύεσαι
μέσα στο βίωμα΄ επειδή δεν ξέρεις ότι η πηγή του παντός
υπάρχει μέσα σου.
Κάποτε ταξίδευε ένας άνθρωπος και μπήκε κατά λάθος στον παράδεισο. Σύμφωνα με την Ινδική αντίληψη του παράδεισου, υπάρχουν δέντρα που εκπληρώνουν τις επιθυμίες, τα καλπατάρου. Κάθεσαι απλώς από κάτω τους, επιθυμείς το οτιδήποτε και εκπληρώνεται αυτό αμέσως· δεν υπάρχει κανένα κενό μεταξύ της επιθυμίας και της εκπλήρωσής της. Σκέφτεσαι και αμέσως μετατρέπεται αυτό σε πράγμα· η σκέψη πραγματοποιείται αυτόματα.
Αυτά τα κάλπαταρου δεν είναι τίποτε άλλο από συμβολισμός τού νου. Ο νους είναι δημιουργικός, δημιουργικός με τις σκέψεις του.
Ο άνθρωπος ήταν κουρασμένος κι έτσι αποκοιμήθηκε κάτω από ένα δέντρο που εκπληρώνει επιθυμίες. Όταν ξύπνησε,
πεινούσε πολύ κι έτσι είπε, «Μακάρι να έβρισκα από κάπου φαγητό.» Κι αμέσως εμφανίστηκε φαγητό από το πουθενά, επιπλέοντας στον αέρα, νόστιμο φαγητό. Αρχισε αμέσως να τρώει κι όπως ένιωθε πολύ ικανοποιημένος, πρόβαλε μέσα του μια άλλη σκέψη: «Μακάρι να έβρισκα κάτι να πιω…» Και στον παράδεισο δεν απαγορεύεται το ποτό κι έτσι εμφανίστηκε αμέσως κάποιο πολύτιμο κρασί.
Καθώς έπινε το κρασί, χαλαρός στον δροσερό αέρα του παραδείσου κάτω από τη σκιά του δέντρου, άρχισε να αναρωτιέται, «Τι συμβαίνει; Μήπως με πήρε ο ύπνος ή μήπως βρίσκονται τίποτα φαντάσματα τριγύρω και μου κάνουν κόλπα;» Και εμφανίστηκαν φαντάσματα! Ηταν θηριώδη, φρικτά, αηδιαστικά. Αρχισε να τρέμει και πρόβαλε μέσα του μια σκέψη: «Τώρα είναι βέβαιο ότι θα με σκοτώσουν. Αυτοί οι άνθρωποι θα με σκοτώσουν.» Και τον σκότωσαν.

Αυτή η παραβολή είναι παραβολή αρχαία, με τεράστια σημασία. Ο νους σου είναι το δέντρο που εκπληρώνει επιθυμίες· ό,τι σκέφτεσαι αργά ή γρήγορα εκπληρώνεται. Μερικές φορές το κενό είναι τέτοιο που έχεις ξεχάσει εντελώς ότι ήταν κάτι που το είχες αρχικά επιθυμήσει· καμιά φορά το κενό είναι κενό ετών, ή καμιά φορά κενό ζωών, κι έτσι δεν μπορείς να συνδέσεις την πηγή. Αν όμως παρατηρήσεις σε βάθος, θα δεις ότι όλες σου οι σκέψεις δημιουργούν εσένα και τη ζωή σου. Δημιουργούν την κόλασή σου, δημιουργούν τον παράδεισό σου. Δημιουργούν τη δυστυχία σου, δημιουργούν τη χαρά σου. Δημιουργούν το αρνητικό, δημιουργούν το θετικό. Ο καθένας είναι ένας ταχυδακτυλουργός που κλώθει και υφαίνει γύρω του έναν μαγικό κόσμο κι έπειτα παγιδεύεται· η ίδια η αράχνη παγιδεύεται μέσα στο δίχτυ της.

Όταν το καταλάβεις αυτό, αρχίζουν να αλλάζουν τα πράγματα. Τότε μπορείς να παίζεις· τότε μπορείς να αλλάξεις την κόλασή σου σε παράδεισο· είναι απλώς ζήτημα να την ζωγραφίσεις από διαφορετική οπτική. ΄Η, αν είσαι τόσο πολύ ερωτευμένος με την δυστυχία, μπορείς να δημιουργήσεις όση θέλεις, ώσπου να ευχαριστηθεί η καρδιά σου. Τότε όμως δεν παραπονιέσαι ποτέ, επειδή ξέρεις ότι πρόκειται για δικό σου δημιούργημα, για δική σου ζωγραφιά, δεν μπορείς να κάνεις κανένα να νιώθει υπεύθυνος γι΄αυτήν.
Τότε όλη η ευθύνη είναι δική σου. Τότε προβάλει μια καινούργια δυνατότητα: μπορείς να πάψεις να δημιουργείς τον κόσμο, μπορείς να σταματήσεις να τον δημιουργείς. Δεν υπάρχει λόγος να δημιουργείς παράδεισο και κόλαση, δεν υπάρχει λόγος να δημιουργείς καθόλου. Ο δημιουργός μπορεί να χαλαρώσει, να αποσυρθεί. Αυτή η απόσυρση του νου είναι ο διαλογισμός.


Ακολουθεί μια συλλογή "πνευματικών κειμένων". 

Επιλογή κειμένων και μετάφραση από το αγγλικό πρωτότυπο: Κίμων Πετρόχειλος 

Τα πρώτα πέντε κείμενα περιγράφουν τι συμβαίνει όταν αφυπνίζεται η πνευματική ενέργεια στον άνθρωπο. Είναι κείμενα: από έναν διάσημο σύγχρονο Ινδό μυστικιστή - τον Γκόπι Κρίσνα, μια δική μου αφήγηση (απόσπασμα από αλληλογραφία μου), μια περιγραφή από τον Άγιο Ιωάννη του Σταυρού, μια αφήγηση από τον βραβευμένο με νόμπελ συγγραφέα Ρομαίν Ρολάν (απόσπασμα από το βιβλίο του "Ζαν Κριστόφ") και μια αυτοβιογραφική αφήγηση της Ελίζαμπεθ Γκίλμπερτ, την οποία το 2007 το περιοδικό Time περιέλαβε στους 100 ανθρώπους με τη μεγαλύτερη επιρροή για τη χρονιά αυτή.
Προσέξτε πως όλες αυτές οι αφηγήσεις, που αναφέρονται στις εμπειρίες ενός Ινδού μυστικιστή, ενός χριστιανού αγίου, ενός μεγάλου μουσικού (του Μπετόβεν), ενός άσημου και καθημερινού ανθρώπου και μιας σύγχρονης αναγνωρισμένης προσωπικότητας των γραμμάτων, λένε το ίδιο πράγμα - περιγράφουν τη μυστική δύναμη που κρύβεται μέσα μας, η οποία ξεπερνά τον παροδικό κόσμο για να αποκαλύψει την Αιώνια Αρχή. Δεν πρόκειται για φαντασίες αλλά για την περιγραφή μιας συγκεκριμένης εμπειρίας. Ακόμα και στην περίπτωση του Μπετόβεν, ο Ρομαίν Ρολάν δεν θα μπορούσε να διηγηθεί την εμπειρία με τέτοιες λεπτομέρειες, αν δεν την γνώριζε από τον ίδιο του τον εαυτό.
(Μια παρόμοια περιγραφή έχω επίσης συναντήσει στο βιβλίο τού -κι αυτού βραβευμένου με νόμπελ- συγγραφέα Τόμας Μαν "Το Παιχνίδι με τις Χάντρες", την οποία όμως δεν περιέλαβα εδώ. Ένα εξαιρετικό αγγλικό βιβλίο online που συνυφαίνει διηγήσεις γνωστών συγγραφέων για την "αφύπνιση της κουνταλίνι" βρίσκεται εδώ.


"Ζώντας με την κουνταλίνι" - Από την αυτοβιογραφία του Γκόπι Κρίσνα
Ο γιόγκι συγγραφέας Γκόπι Κρίσνα διηγείται την εμπειρία
της αφύπνισης της ψυχοπνευματικής ενέργειας (κουνταλίνι) στο σώμα του


Ένα πρωινό τα Χριστούγεννα του 1937 καθόμουν σταυροπόδι σε ένα δωμάτιο στο σπίτι μου στα περίχωρα της πόλης Jammu, την πρωτεύουσα της πολιτείας του Κασμίρ στη βόρεια Ινδία. Διαλογιζόμουν με το πρόσωπό μου στραμμένο προς το παράθυρο, στραμμένος προς την ανατολή μέσα απ’ όπου οι πρώτες χλωμές ανταύγειες της επερχόμενης ανατολής άρχιζαν να μπαίνουν στο δωμάτιο. Πολύχρονη εξάσκηση με είχε συνηθίσει να κάθομαι στην ίδια θέση για πολλές ώρες στη σειρά, χωρίς την οποιαδήποτε δυσκολία, και καθόμουν εκεί αναπνέοντας αργά και ρυθμικά με την προσοχή μου στραμμένη προς την κορυφή του κεφαλιού μου, όπου οραματιζόμουν να βρίσκεται ένας πλήρως ανθισμένος λωτός που εξέπεμπε φως.

Ήμουν καθισμένος σταθερά, ακίνητος και ευθυτενής, με τον νου αδιάσπαστα συγκεντρωμένο στον λαμπερό λωτό, προσέχοντας να μην ξεφεύγει η προσοχή μου και να την επαναφέρω στη συγκέντρωση όποτε κινιόταν προς άλλη κατεύθυνση. Η ένταση της συγκέντρωσης άλλαζε την αναπνοή μουˑ σταδιακά επιβραδύνθηκε τόσο ώστε να γίνει μόλις και μετά βίας αισθητή. Όλη μου η ύπαρξη ήταν τόσο απορροφημένη στην ενατένιση του λωτού, ώστε κάποιες φορές, για μερικά λεπτά, έχανα επαφή με το σώμα και το περιβάλλον. Εκείνες τις περιόδους ένιωθα σαν να αιωρούμουν στον αέρα, χωρίς οποιαδήποτε αίσθημα σωματικότητας. Το μόνο που υπήρχε στην επίγνωσή μου ήταν ο αστραφτερός λωτός. Αυτή η εμπειρία έχει συμβεί σε πολλούς ανθρώπους που εξασκούν τον διαλογισμό με οποιαδήποτε μορφή σταθερά και μακροχρόνια, αλλά εκείνο που επακολούθησε εκείνη τη μοιραία μέρα στη δική μου περίπτωση, αλλάζοντας την όλη πορεία της ζωής μου, έχει συμβεί σε λίγους.

Σε κάποια τέτοια περίοδο έντονης συγκέντρωσης, ένιωσα ξαφνικά μια παράξενη αίσθηση στη βάση της σπονδυλικής στήλης, ενώ καθόμουν σε στάση λωτού στη διπλωμένη κουβέρτα που είχα απλώσει στο πάτωμα. Η αίσθηση ήταν τόσο εξαιρετική και τόσο ευχάριστη, ώστε η προσοχή μου τραβήχτηκε άμεσα εκεί. Την στιγμή που η προσοχή μου αποτραβήχτηκε έτσι από το σημείο της εστίασής της, η αίσθηση σταμάτησε.

Σκεπτόμενος ότι θα πρόκειται για κάποια ψευδαίσθηση, κάποιο κόλπο που βρήκε η φαντασία μου για να χαλαρώσει την ένταση, έβγαλα το θέμα από το νου μου και επανέφερα την προσοχή μου και πάλι στο σημείο από το οποίο είχε αποτραβηχτεί. Την εστίασα και πάλι στο λωτό, και καθώς η εικόνα στην κορυφή του κεφαλιού μου έγινε και πάλι καθαρή και σαφής, η αίσθηση ξαναήρθε. Αυτή τη φορά προσπάθησα να διατηρήσω την εστίαση της προσοχής και το επέτυχα για μερικά δευτερόλεπτα, αλλά η αίσθηση, που ανέβαινε προς τα πάνω, ήταν τόσο εξαιρετική, σε σύγκριση με οτιδήποτε είχα βιώσει μέχρι τότε, ώστε και πάλι αθέλητα ο νους μου τραβήχτηκε προς αυτήν – και τότε εκείνη εξαφανίστηκε και πάλι. Τώρα είχα πειστεί ότι κάτι ασυνήθιστο είχε συμβεί, για το οποίο ήταν κατά πάσα πιθανότητα υπεύθυνη η καθημερινή μου εξάσκηση στη συγκέντρωση.

Είχα διαβάσει λαμπρές αφηγήσεις, περιγραμμένες από σοφούς άντρες, για τα μεγάλα πλεονεκτήματα που επέρχονται από τη συγκέντρωση, και των θαυμαστών δυνάμεων που αποκτούν οι γιόγκι που κάνουν τέτοιες ασκήσεις. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά βίαια, και το βρήκα δύσκολο να ξανασυγκεντρωθώ στον ίδιο βαθμό. Όταν είχα βυθιστεί και πάλι, βίωσα την αίσθηση εκ νέου, αλλά αυτή τη φορά, αντί να επιτρέψω στο νου μου να εγκαταλείψει το σημείο εστίασης, διατήρησα τη συγκέντρωση αδιάσπαστη. Η αίσθηση διευρύνθηκε και πάλι προς τα πάνω και ένιωσα να παραπαίω, αλλά με μεγάλη προσπάθεια διατήρησα την προσοχή μου στο λωτό.

Ξαφνικά, με έναν βρυχηθμό σαν από τα νερά ενός καταρράκτη, ένιωσα μια ροή ρευστού φωτός να περνάει στον εγκέφαλό μου μέσα από τη σπονδυλική στήλη.

Τελείως απροετοίμαστος για μια τέτοια εξέλιξη, βρέθηκα σε πλήρη έκπληξη, αλλά επανακτώντας άμεσα τον έλεγχο, διατήρησα τη σταθερή σωματική στάση και το νου μου στο σημείο εστίασης.

Είναι αδύνατον να περιγράψω την εμπειρία επακριβώς. Ένιωσα το σημείο επίγνωσης, που ήταν ο εαυτός μου, να διευρύνεται, περικυκλωμένο από κύματα φωτός. Συνέχισε να διευρύνεται, εξαπλωνόμενο προς τα έξω, ενώ το σώμα, που κανονικά είναι το άμεσο σημείο εστίασης, φάνηκε να περνά στο περιθώριο, μέχρι που τελικά χάθηκε τελείως από την επίγνωσή μου. Ήμουν τώρα όλος συνειδητότητα, χωρίς κανένα περίγραμμα, χωρίς καμιά αίσθηση σωματικότητας, χωρίς καμιά αίσθηση που να προέρχεται από τις αισθήσεις, βυθισμένος σε μια θάλασσα φωτός όπου η επίγνωσή μου ήταν απλωμένη παντού, σε κάθε σημείο και σε κάθε κατεύθυνση, χωρίς κανένα σύνορο και υλικό πρόσκομμα.

Δεν ήμουν πια ο εαυτός μουˑ ή, για να είμαι πιο ακριβής, δεν ήμουν αυτός που μέχρι τότε αντιλαμβανόμουν να είμαιˑ ήμουν ένας πλατύς κύκλος συνειδητότητας όπου το σώμα δεν ήταν παρά ένα σημείο, λουσμένος σε φως και σε μια κατάσταση ανάτασης και ευτυχίας που είναι αδύνατο να περιγράψω.

Μετά από κάποιο διάστημα, τη διάρκεια του οποίου δεν μπορούσα να εκτιμήσω, ο κύκλος άρχισε να ελαττώνεταιˑ ένιωσα να συστέλλομαι, να γίνομαι όλο και πιο μικρός, μέχρι που απέκτησα και πάλι μια κάποια αίσθηση του σώματος που μετά έγινε καθαρότερη, και καθώς ξαναπέρασα στη συνηθισμένη μου κατάσταση απέκτησα ξαφνικά επίγνωση των θορύβων στο δρόμο, ένιωσα εκ νέου τα χέρια, τα πόδια και το κεφάλι, και για μια ακόμα φορά έγινα ο στενός μου εαυτός σε επαφή με σώμα και περιβάλλον.

Όταν άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα γύρω, ένιωσα λίγο ζαλισμένος και έκπληκτος, σαν να ερχόμουν από μια παράξενη γη τελείως ξένη.

Τι μου είχε συμβεί; Ήμουν το θύμα μιας παραίσθησης; Ή είχα, από κάποιο παράξενο γύρισμα της τύχης, επιτύχει εκεί που εκατομμύρια άλλοι είχαν αποτύχει; Υπήρχε τελικά κάποια αλήθεια στη δήλωση των σοφών και ασκητών της Ινδίας, που γίνεται εδώ και χιλιετηρίδες κι επιβεβαιώνεται από γενιά σε γενιά, πως είναι εφικτό να αντιληφθείς την υπερβατική πραγματικότητα της ζωής, αν ακολουθήσεις κάποιους κανόνες διαγωγής κι εξασκηθείς στο διαλογισμό με ένα συγκεκριμένο τρόπο;

Ένιωθα σα ζαλισμένος. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι είχα βιώσει ένα όραμα του Θείου. Είχε συμβεί μια διεύρυνση του εαυτού μου, της δικής μου συνειδητότητας, και ο μετασχηματισμός είχε συμβεί από το ζωτικό ρεύμα που είχε αρχίσει από κάτω από τη σπονδυλική στήλη και βρήκε πρόσβαση στον εγκέφαλό μου μέσα από τον κόκκυγα.

Θυμήθηκα ότι είχα διαβάσει πριν καιρό σε βιβλία της γιόγκα για κάποιο ζωτικό μηχανισμό που ονομαζόταν «κουνταλίνι», συνδεδεμένο με την κατώτατη άκρη της σπονδυλικής στήλης, ο οποίος ενεργοποιείται μέσα από κάποιες διαλογιστικές πρακτικές, και που, άπαξ και ξυπνήσει, παίρνει την περιορισμένη ανθρώπινη συνειδητότητα σε υπερβατικά ύψη, προικίζοντας το άτομο με εξαιρετικές ψυχικές και νοητικές ικανότητες.

Ήμουν τόσο τυχερός ώστε να έχω βρει το κλειδί για αυτόν τον θαυμάσιο μηχανισμό, κρυμμένο μέσα στη θρυλική ομίχλη των αιώνων, για τον οποίο ο κόσμος μιλούσε και ψιθύριζε αλλά δεν τον έβλεπε ποτέ σε δράση είτε στον εαυτό του είτε στους άλλους; [...]

[Διηγείται ότι αργότερα έφαγε πρωινό απρόθυμα και πήγε στη δουλειά του, αλλά αισθανόταν ακόμα συγκλονισμένος από αυτό που του είχε συμβεί.]

[...] Μετά από λίγο, νιώθοντας να πνίγομαι και ανήσυχος, έφυγα για ένα σύντομο περίπατο στο δρόμο, μήπως έβρισκα μια περίσπαση για τις σκέψεις μου... Ο νους μου ερχόταν επανειλημμένα στην εμπειρία που είχα το πρωί, προσπαθώντας να ξαναδημιουργήσει στη φαντασία το θαυμάσιο φαινόμενο που είχα ζήσει, αλλά ανεπιτυχώς. Το σώμα μου, ιδιαίτερα τα πόδια, συνέχιζαν να νιώθουν αδύναμα και δεν μπορούσα να περπατήσω για πολύ. [...] Γύρισα στο γραφείο μου νωρίτερα από ό,τι είχα σχεδιάσει και πέρασα τις υπόλοιπες ώρες «παίζοντας» με τα στυλό και τα χαρτιά, χωρίς να είμαι σε θέση να κυριαρχήσω στις σκέψεις μου και να συγκεντρωθώ για να δουλέψω.

Όταν επέστρεψα στο σπίτι το απόγευμα δεν ένιωθα καλύτερα. Δεν μπορούσα να πείσω τον εαυτό μου να καθίσω κάτω και να διαβάσω, που ήταν η συνήθεια μου τα βράδια. Έφαγα το δείπνο σιωπηλός, χωρίς όρεξη ή ευχαρίστηση, και αποσύρθηκα για ύπνο. Συνήθως αποκοιμιόμουν μέσα σε λεπτά, αλλά εκείνο το βράδυ ένιωθα παράξενα ανήσυχος και ενοχλημένος. Δεν μπορούσα να συμφιλιώσω την ανάταση και ομορφιά που είχα νιώσει το πρωί με το καταθλιπτικό αίσθημα που ένιωθα τώρα, καθώς άλλαζα συνεχώς πλευρό στο κρεβάτι. Είχα ένα ανεξήγητο αίσθημα φόβου και αβεβαιότητας. Τελικά, μέσα σε σύγχυση, αποκοιμήθηκα. Κοιμήθηκα ανήσυχα, έχοντας παράξενα όνειρα και ξυπνώντας συχνά, σε πλήρη αντίθεση με τον συνήθη μου βαθύ και αδιάσπαστο ύπνο.

Μετά από τις 03:00 περίπου, ο ύπνος αρνιόταν να επιστρέψει. Κάθισα για λίγο ανασηκωμένος στο κρεβάτι. Ο ύπνος δεν με είχε ανανεώσει. Συνέχισα να αισθάνομαι κουρασμένος και από τις σκέψεις μου έλειπε η διαύγεια. Η συνήθης ώρα για διαλογισμό πλησίαζε. Αποφάσισα να αρχίσω νωρίτερα από ό,τι συνήθως, [...] και χωρίς να ενοχλήσω τη σύζυγό μου, βγήκα από το δωμάτιο και ανέβηκα πάνω, στο δωμάτιο διαλογισμού. Άπλωσα κάτω την κουβέρτα, κάθισα σε στάση λωτού όπως συνήθως και άρχισα να διαλογίζομαι.

Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ με την ίδια ένταση με αυτήν της προηγούμενης μέρας, αν και έβαλα τα δυνατά μου. Οι σκέψεις μου περιπλανιόνταν και αντί να βρίσκομαι σε μια κατάσταση ευτυχούς προσδοκίας, ένιωθα παράξενα νευρικός και ανήσυχος. Τελικά, μετά από επαναμβανόμενες προσπάθειες, διατήρησα την προσοχή μου στο συνηθισμένο σημείο εστίασης, περιμένοντας για αποτελέσματα. Τίποτα δεν συνέβη και άρχισα να νιώθω αμφιβολίες για την εγκυρότητα της χθεσινής μου εμπειρίας.

Προσπάθησα και πάλι, αυτή τη φορά πιο επιτυχώς. Δάμασα τον εαυτό μου, συγκέντρωσα τις περιπλανόμενες σκέψεις και, σταθεροποιώντας την προσοχή μου στην κορυφή του κεφαλιού, προσπάθησα να οραματιστώ έναν λωτό με πλήρως ανοιγμένα πέταλα, όπως έκανα πάντα.

Μόλις έφτασα στο συνηθισμένο βαθμό νοητικής συγκέντρωσης, ένιωσα και πάλι το ρεύμα να κινείται προς τα πάνω. Δεν επέτρεψα στην προσοχή μου να διασπαστεί, και τότε και πάλι, με έναν βρυχηθμό και ένα βούισμα στα αυτιά, η ροή του ακτινοβολούντος φωτός εισήλθε στον εγκέφαλό μου, γεμίζοντάς με με δύναμη και ζωτικότητα, και ένιωσα τον εαυτό μου να διευρύνεται σε κάθε κατεύθυνση, να απλώνεται πέραν των ορίων της σάρκας, τελείως απορροφημένος στην ενατένιση της αστραποβολούσας συνειδητής λάμψης, όντας συγχρόνως «ένα» με αυτήν και ωστόσο όχι τελείως συγχωνευμένος μαζί της. Η κατάσταση κράτησε λιγότερο από όσο την προηγούμενη μέρα. Η αίσθηση της ανάτασης δεν ήταν τόσο ισχυρή. Όταν ήρθα πάλι στην κανονική κατάσταση, ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει τρελά και υπήρχε μια πικρή γεύση στο στόμα. Ήταν σαν μια καυτερή ριπή θερμού αέρα να είχε περάσει από το σώμα μου. Η αίσθηση της εξάντλησης και κούρασης ήταν μεγαλύτερη από ό,τι την προηγούμενη μέρα.

Ξεκουράστηκα για λίγο για να επανακτήσω τη δύναμή μου και την ισορροπία μου. Ήταν ακόμα σκοτάδι. Τώρα δεν είχα αμφιβολίες ότι η εμπειρία ήταν αληθινή [...].

Αλλά, γιατί ένιωθα άβολα και καταθλιμμένος; Αντί να είμαι υπέρογκα ευτυχισμένος και να ευλογώ την τύχη μου, γιατί ένιωθα αυτή την απελπισία; Ένιωθα σαν να βρισκόμουν σε άμεσο κίνδυνο από κάτι που υπερέβαινε την κατανόηση και τη δύναμή μου, κάτι άπιαστο και μυστηριώδες που δεν μπορούσα ούτε να καταλάβω ούτε να αναλύσω. Φαινόταν σαν να επικρέμεται πάνω μου ένα βαρύ σύννεφο κατάθλιψης και ζόφου, που ανερχόταν από τα ίδια μου τα βάθη χωρίς να σχετίζεται με τις εξωτερικές καταστάσεις. Δεν ένιωθα ότι ήμουν ο ίδιος άνθρωπος που ήμουν μονάχα λίγες μέρες νωρίτερα, και μια αίσθηση φρίκης, εξαιτίας της ανεξήγητης αλλαγής, άρχισε να επικάθεται μέσα μου, από την οποία, όσο κι αν προσπαθούσα, δεν μπορούσα να ελευθερωθώ.

Λίγο είχα συνειδητοποιήσει ότι από εκείνη τη μέρα δεν θα ξαναήμουν πάλι ο παλιός κανονικός εαυτός μουˑ ότι, χωρίς να το ξέρω και χωρίς προετοιμασία ή και επαρκή γνώση, είχα ξυπνήσει την πιο θαυμάσια αλλά και δύσκολη δύναμη που βρίσκεται στον άνθρωποˑ ότι είχα πέσει πάνω στο κλειδί τού πιο καλά φυλαγμένου μυστικού των αρχαίωνˑ και ότι από τότε και για ένα μεγάλο διάστημα, θα χρειαζόταν να ζω κρεμάμενος από μια κλωστή, ταλαντευόμενος μεταξύ ζωής και θανάτου, λογικής και τρέλας, φωτός και σκότους, Ουρανού και Γης.

Δεν ήξερα αυτό που τελικά συνειδητοποίησα αργότερα – ότι ένας αυτόματος μηχανισμός, που αφυπνίστηκε μέσα από την πρακτική του διαλογισμού μου, είχε ξαφνικά αρχίσει να λειτουργεί με σκοπό να επαναδιαμορφώσει το νου μου και να τον καταστήσει άξιο όχημα μιας ανώτερης και ευρύτερης συνειδητότητας, μέσα από βιολογικές διαδικασίες τόσο φυσικές και τόσο διεπόμενες από αμετάβλητους νόμους, όσο η εξέλιξη των ειδών ή η ανάπτυξη και γέννηση ενός παιδιού.

                                                            --------------

Άλλα αμετάφραστα αποσπάσματα από βιβλία τού Γκόπι Κρίσνα: εδώ
Βίντεό
μου όπου ο Γκόπι Κρίσνα περιγράφει το ίδιο:
       α) "
Η εξέλιξη της ψυχοπνευματικής ενέγειας στον άνθρωπο"  (36΄)
       β) "Πώς συμβαίνει η πνευματική φώτιση"   (6΄)
Βίντεό μου όπου ο ερευνητής Λη Σανέλα μιλά για την κουνταλίνι:
              Τι είναι η πνευματική ενέργεια (ομιλία από γιατρό)   (10΄)

---------------------------------------------------------------------------------------------
                     
 

                                                       Ζαν Κριστόφ
                                                  του Ρομαίν Ρολάν
Απόσπασμα (σχετικά με την κουνταλίνι) από τη μυθιστορηματική αφήγηση της ζωής του Μπετόβεν,
όπως την περιγράφει ο Ρομαίν Ρολάν στο δεκάτομο έργο του "Ζαν Κριστόφ",
έργο για το οποίο του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1917.
(
Wikipedia: http://en.wikipedia.org/wiki/Jean-Christophe )
Η αηδία που του προκάλεσαν οι παλιές συνθέσεις του, πού 'χαν γραφτεί χωρίς πάθος, τον ανάγκασε με τη συνηθισμένη υπερβολή του ν' αποφασίσει να μη γράψει τίποτα πια αν δεν τον πιέσει μια βαθιά ανάγκη για να το γράψειˑ και, παρατώντας το κυνήγημα των ιδεών, ορκίστηκε να παραιτηθεί για πάντα απ' τη μουσική, αν η δημιουργία δεν του επιβαλλόταν με κεραυνούς.

Μιλούσε έτσι, γιατί ήξερε καλά πως η καταιγίδα ερχόταν. Ο κεραυνός πέφτει όπου θέλει κι όταν θέλει. Υπάρχουν όμως κορφές που τον τραβάνε. Κάποιοι τόποι -κάποιες ψυχές- είναι εστίες καταιγίδων: τις δημιουργούν ή τις τραβάνε απ' όλα τα σημεία του ορίζονταˑ και το ίδιο κάποιοι μήνες του έτους, κάποιες ηλικίες της ζωής, είναι τόσο κορεσμένοι από ηλεκτρισμό, που οι κεραυνοί ξεσπάνε πάνω τους, αν όχι θεληματικά, τουλάχιστον στην ώρα που τους περιμένεις.

Ολάκερο το είναι τεντώνεται. Συχνά, μέρες και νύχτες, η καταιγίδα ετοιμάζεται. Ένα καυτερό, λευκό νεφέλωμα σκεπάζει τον ουρανό. Ούτε πνοή. Ο ακίνητος αέρας κοχλάζει, φαίνεται να βράζει. Η γη σωπαίνει, τσακισμένη από νάρκη. Το μυαλό βουίζει από πυρετό: ολάκερη η φύση περιμένει την έκρηξη της δύναμης που μαζεύεται, το χτύπημα του σφυριού που σηκώνεται βαριά για να ξαναπέσει μεμιάς στο αμόνι των σύγνεφων. Μεγάλες, σκοτεινές και θερμές σκιές περνούνˑ ένας πύρινος άνεμος υψώνεται! τα νεύρα ανατριχιάζουν σ' όλο το κορμί, σαν φύλα... Ύστερα η σιωπή απλώνεται πάλι. Ο ουρανός εξακολουθεί να κλωσάει τον κεραυνό.

Υπάρχει σ' αυτή την αναμονή μια ηδονική αγωνία. Μ' όλη τη στεναχώρια που σας πιέζει, νιώθετε να περνάει στις φλέβες σας η φωτιά που καίει το σύμπαν. Η ψυχή μεθυσμένη βράζει μες στο καμίνι, σαν το σταφύλι στο πατητήρι. Χιλιάδες σπόροι ζωής και θανάτου τη βασανίζουν. Τι θα 'βγει απ' αυτό; Ούτε το ξέρει. Σαν την γκαστρωμένη γυναίκα, σωπαίνει, με το βλέμμα χαμένο μέσα της, αφουγκράζεται όλο ανησυχία, το σκίρτημα των σπλάχνων της και σκέφτεται: "Τι θα γεννηθεί από μένα;"...

Κάποτε, η αναμονή είναι μάταιη. Η καταιγίδα διαλύεται χωρίς να ξεσπάσει, και ξυπνάς με το κεφάλι βαρύ, απογοητευμένος, νευριασμένος, αηδιασμένος. Δεν είναι παρά μια αναβολή: πάντα θα ξεσπάσειˑ αν δεν είναι σήμερα, θα 'ναι αύριο όσο πιο πολύ θα 'χει αργήσει, τόσο θα 'ναι πιο ορμητική.

Νάτη!... Τα σύννεφα ξεπετάχτηκαν απ' όλα τα καταφύγια τού είναι, μάζες πυκνές, μαυρογάλαζες, που τις ξεσκίζουν οι φρενιτικοί σπασμοί των αστραπώνˑ προχωρούν με ιλιγγιώδες και βαρύ πέταγμα, κυκλώνοντας τον ορίζοντα της ψυχής, κλείνοντας ξαφνικά τα δυο τους φτερά πάνω στον πνιγμένο ουρανό και σβήνοντας το φως. Ώρα τρέλας!...

Τα στοιχεία αγριεμένα, ξαπολυμένα απ' το κλουβί όπου τα κρατούν κλεισμένα οι Νόμοι που ασφαλίζουν την ισορροπία του πνεύματος και την ύπαρξη των πραγμάτων, βασιλεύουν άμορφα και κολοσσιαία, μέσα στη νύχτα της συνείδησης.

Νιώθεις την αγωνία. Δεν ποθείς πια να ζήσεις. Δεν ποθείς παρά το τέλος, τον θάνατο που λυτρώνει...

Και ξαφνικά, να η λάμψη!

Ο Κριστόφ ούρλιαζε από χαρά.

ΧΑΡΑ, φρένιασμα χαράς, ήλιος που φωτίζει κάθε τι που είναι και θα είναι, θεία χαρά να δημιουργείς! Δεν υπάρχει άλλη χαρά παρά στη δημιουργία. Δεν υπάρχει ύπαρξη παρά για κείνους που δημιουργούν. Όλοι οι άλλοι είναι σκιές που κυματίζουν πάνω στη γη, ξένοι στη ζωή. Όλες οι χαρές στη ζωή είναι χαρές δημιουργίας: έρωτας, μεγαλοφυΐα, δράση - αναλαμπές δύναμης που βγαίνουν απ' το ίδιο μοναδικό καμίνι. Ακόμα κι εκείνοι που δεν μπορούνε να βρούνε θέση γύρω από τη μεγάλη εστία - οι φιλόδοξοι, οι εγωιστές και οι στείροι ακόλαστοι, πασκίζουν να ζεσταθούν στις ξεθωριασμένες αντιφεγγιές της.

Να δημιουργείς στο πεδίο της σάρκας ή στο πεδίο του πνεύματος, είναι να βγαίνεις απ' τη φυλακή του κορμιού, είναι να ορμάς μέσα στη θύελλα της ζωής, είναι να ΄σαι Εκείνος που Είναι. Να δημιουργείς, είναι να σκοτώνεις το θάνατο.

Αλίμονο στο άγονο πλάσμα που μένει μονάχο και χαμένο στη γη, ατενίζοντας το ξεραμένο του κορμί και τη νύχτα που είναι μέσα του, απ' όπου καμιά φλόγα ζωής δεν θα ξεπεταχτεί ποτέ! Αλίμονο στην ψυχή που δε νοιώθει τον εαυτό της γόνιμο, βαρύ από ζωή κι αγάπη, σα λουλουδιασμένο δέντρο την άνοιξη! Ο κόσμος μπορεί να τη γεμίσει με τιμές κι ευτυχίες: στεφανώνει ένα πτώμα.

Όταν ο Κριστόφ άστραφτε απ' την αχτίδα του φωτός, μια ηλεκτρική εκκένωση διαπερνούσε το κορμί τουˑ έτρεμε από κατάπληξη. Ήταν σάμπως, μέσα στην απέραντη θάλασσα, μέσα στη βαθιά νύχτα, ν' αντίκριζε ξαφνικά τη γη. Ή, σάμπως, περνώντας ανάμεσα από πλήθος, να δεχόταν το τράνταγμα δυο βαθιών ματιών. Συχνά, αυτό τύχαινε ύστερα από ώρες κατάπτωσης, όπου το μυαλό του βολόδερνε, απελπιστικά μες στο κενό. Μα πιο συχνά ακόμα σε στιγμές όπου σκεφτόταν κάτι άλλο, μιλώντας με τη μητέρα του ή περπατώντας στο δρόμο. Αν βρισκόταν στο δρόμο, η ευπρέπεια τον εμπόδιζε να εκδηλώσει πάρα πολύ ζωηρά τη χαρά του. Μα στο σπίτι τίποτα δεν τον συγκρατούσε πια. Χτυπούσε τα πόδια τουˑ σάλπιζε μια φανφάρα θριάμβου. Η μάνα του το γνώριζε καλά και στο τέλος είχε μάθει τι σήμαινε αυτό. Έλεγε στον Κριστόφ πως έμοιαζε με κότα που 'χε γεννήσει. [...]

[...] Δεν ήταν παρά μια αστραπήˑκάποτε, ερχόντανε κι άλλες, η μια πίσω απ' την άλλη: και καθεμιά φώτιζε κι άλλες γωνιές της νύχτας. Μα συνήθως, η ιδιότροπη δύναμη, αφού είχε εκδηλωθεί μια φορά, έτσι ξαφνικά, εξαφανιζόταν για πολλές μέρες στα μυστηριακά της καταφύγια, αφήνοντας πίσω της μια φωτεινή γραμμή. [...]

Ξαφνικά, όπως ανοίγει ένα φράγμα, πίσω του, στην αυλή, ένας καταρράκτης νερού, μια βροχή πυκνή, πλατιά, κάθετη, κατρακύλησε. Ο ακίνητος αγέρας αναρίγησε. Το ξερό και σκληρό χώμα αντήχησε σαν καμπάνα. Και το απέραντο άρωμα της φλογισμένης και θερμής σαν ένα κτήνος γης, η μυρουδιά των λουλουδιών, των φρούτων και της ερωτευμένης σάρκας, υψώθηκε σ' ένα σπασμό μανίας και ηδονής. Ο Κριστόφ, μέσ' στη φρεναπάτη του, τέντωσε όλο του το είναι και ρίγησε ως τα σπλάχνα του. Τρεμούλιασε... Ο πέπλος σκίστηκε. Ήταν ένα θάμπωμα. Μες στη λάμψη της αστραπής, είδε στο βάθος της νύχτας, είδε - έγινε θεός. Ο θεός μέσα τουˑ ο θεός έσπαζε το ταβάνι της κάμαρας, τους τοίχους του σπιτιούˑ ο θεός έκανε να τρίζουν τα όρια του όντος· γέμιζε τον ουρανό, το σύμπαν, το μηδέν. Ο κόσμος ορμούσε μέσα σ' Αυτόν, σαν καταρράκτης. Μες στην φρίκη και στην έκσταση αυτού του γκρεμίσματος, ο Κριστόφ έπεφτε κι αυτός παρασυρμένος απ' το στρόβιλο που σάρωνε και σύντριβε σαν άχερα τους νόμους της φύσης. Έχανε την ανάσα, μεθούσε απ' την πτώση αυτή μέσα στο θεό... Ο θεός άβυσσος! Ο θεός βάραθρο! Φλόγα τού είναι! Θύελλα της ζωής! Τρέλα να ζεις - άσκοπα, ξέφρενα, παράλογα - για τη μανία της ζωής!...

------------------------------------------------------------------------------------------------
                                                          Eat Pray Love
                                                 της Ελίζαμπεθ Γκίλμπερτ

(εκδόσεις Μίνωας)
Διεθνές μπεστ σέλερ, που γυρίστηκε σε ταινία (η οποία προβλήθηκε και στη χώρα μας) με πρωταγωνίστρια την Τζούλια Ρόμπερς.
Το περιοδικό TIME περιέλαβε την Ελίζαμπεθ Γκίλμπερτ ανάμεσα στους 100 ανθρώπους με τη μεγαλύτερη επιρροή για το 2007, και στην κριτική του βιβλίου έγραψε για αυτήν:
«Αν υπάρχει αυτή τη στιγμή καλύτερος συγγραφέας από την Γκίλμπερτ, εγώ πάντως δεν τον ξέρω… Η γραφή της είναι ένα μείγμα ευφυΐας, χιούμορ και ζωντάνιας που την κάνουν ακαταμάχητη.»


(Αποσπάσματα)
(σελ 251)
Η αναζήτηση του Θεού είναι η αναστροφή της φυσικής, γήινης και υλιστικής τάξης. Στην αναζήτηση του Θεού, αφήνεις αυτό που σε ελκύει και κολυμπάς προς αυτό που είναι δύσκολο. Εγκαταλείπεις την άνεσή σου και τις γνώριμες συνήθειες, με την ελπίδα (μόνο με την ελπίδα!) ότι θα σου δοθεί κάτι σπουδαιότερο σε αντάλλαγμα αυτού που παράτησες. Όλες οι θρησκείες του κόσμου λειτουργούν πάνω στην ίδια, κοινή αντίληψη του τι σημαίνει να είσαι καλός θρησκευόμενος. Να σηκώνεσαι νωρίς και να προσεύχεσαι στον Θεό σου, να καλλιεργείς τις αρετές σου, να είσαι καλός γείτονας, να σέβεσαι τον εαυτό σου και τους άλλους, να δαμάζεις τις επιθυμίες σου. Όλοι συμφωνούμε πως θα ήταν ευκολότερο να κοιμόμαστε ως αργά, και πολλοί από μας το κάνουμε, αλλά επί χιλιάδες χρόνια υπήρξαν άλλοι που προτιμούσαν να ξυπνούν από τα χαράματα για να κάνουν την προσευχή τους. Κι ύστερα, πάσχιζαν γενναία να τηρήσουν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις μέσα στην παραφροσύνη άλλης μιας μέρας.
Οι ευσεβείς άνθρωποι αυτού του κόσμου τελούν το τελετουργικό χωρίς καμιά εγγύηση πως κάποτε θα προκύψει κάτι καλό. Φυσικά, υπάρχουν πολλά ιερά κείμενα και πολλοί ιερείς που δίνουν άφθονες υποσχέσεις για το τι θα κερδίσεις με τις καλές σου πράξεις (ή φοβέρες για την τιμωρία που σε περιμένει αν παρεκκλίνεις), αλλά ακόμα και η αποδοχή όλων αυτών είναι μια πράξη πίστης, γιατί κανείς από μας δεν έχει δει το τέλος του παιχνιδιού. Η ευλάβεια είναι εργασία χωρίς ασφάλιση. Η πίστη είναι ένας τρόπος για να πεις: «Ναι, δέχομαι εκ των προτέρων τους νόμους του σύμπαντος και ενστερνίζομαι αυτό που αδυνατώ να κατανοήσω προς το παρόν». Υπάρχει λόγος που μιλάμε για «άλμα πίστης». Γιατί η απόφαση συναίνεσης σε οποιαδήποτε αντίληψη περί θείου είναι ένα μεγάλο άλμα από το λογικό προς το άγνωστο και δε με νοιάζει πόσο φιλότιμα προσπαθούν οι μελετητές της κάθε θρησκείας να σε καθίσουν κάτω με στοίβες βιβλία και να σου αποδείξουν με ιερά κείμενα ότι η δική τους πίστη είναι πραγματικά λογική. Γιατί δεν είναι. Αν η πίστη είχε λογική, θα έπαυε –εξ ορισμού- να είναι πίστη. Πίστη είναι η προσήλωση στο αόρατο, το αναπόδεικτο και το άπιαστο. Πίστη είναι το να προχωρείς ολοταχώς μέσα στο σκοτάδι. Αν γνωρίζαμε εκ των προτέρων πραγματικά όλες τις απαντήσεις για το νόημα της ζωής, τη φύση του Θεού και το πεπρωμένο των ψυχών μας, η πεποίθησή μας δεν θα ήταν ένα άλμα πίστης ούτε μια θαρραλέα πράξη ανθρωπιάς. Θα ήταν απλώς μια συνετή ασφάλεια ζωής.
Δε με ενδιαφέρει ο τομέας των ασφαλίσεων. Βαρέθηκα το σκεπτικισμό, εκνευρίζομαι με την πνευματική σύνεση, βαριέμαι και νιώθω καμένη από τις εμπειρικές διαμάχες. Δε θέλω να ακούσω πια λέξη. Σκοτίστηκα για στοιχεία, αποδείξεις και ασφάλειες. Το μόνο που θέλω είναι ο Θεός. Θέλω να έχω το Θεό μέσα μου. Θέλω να παίζει ο Θεός στο αίμα μου όπως παίζει ο ήλιος πάνω στα νερά.

(σελ 298)
Ακόμα και στα πιο απίθανα και συντηρητικά μέρη, βρίσκεις καμιά φορά τη φωτισμένη ιδέα ότι μπορεί ο Θεός να είναι μεγαλύτερος απ’ ό,τι μας διδάσκουν τα περιορισμένα θρησκευτικά δόγματα. Το 1954, απ’ όλους τους ανθρώπους, ο Πάπας Πίος ΧΙ έστειλε μερικούς αντιπροσώπους του Βατικανού σε ένα ταξίδι στη Λιβύη με τις εξής γραπτές οδηγίες: «ΜΗ θεωρείτε ότι βρίσκεστε μεταξύ απίστων. Και οι Μουσουλμάνοι φθάνουν στη σωτηρία. Οι δρόμοι της θείας πρόνοιας είναι άπειροι».
Αλλά δεν είναι λογικό; Ότι το άπειρο είναι πράγματι… άπειρο; Ότι ακόμα και οι πιο άγιοι από μας μπορούν να βλέπουν ανά πάσα στιγμή μόνο σκορπισμένα κομμάτια της αιώνιας εικόνας; Και ότι αν μπορούσαμε να συγκεντρώσουμε αυτά τα κομμάτια και να τα συγκρίνουμε, θα άρχιζε να εμφανίζεται μια ιστορία για το Θεό που μοιάζει να περικλείει τους πάντες; Και μήπως η ατομική λαχτάρα για το υπερβατικό δεν είναι μέρος της ευρύτερης ανθρώπινης αναζήτησης του θείου; Δεν έχουμε όλοι το δικαίωμα να συνεχίσουμε την αναζήτηση μέχρι να πλησιάσουμε όσο το δυνατόν στην πηγή του θαύματος; Έστω κι αν αυτό σημαίνει ότι θα πάμε στην Ινδία και θα φιλάμε για ένα διάστημα δέντρα στο σεληνόφως;
Με άλλα λόγια, να ’μαι στη γωνία. Να ’μαι στο φως του προβολέα. Αναζητώντας τη θρησκεία μου.

Και ένα άλλο, πολύ διαφωτιστικό για το θέμα μας απόσπασμα από το ίδιο βιβλίο της Ελίζαμπεθ Γκίλμπερτ. Το αρχικό κομμάτι αναφέρεται σε μια εμπειρία που είχε ενώ έκανε διαλογισμό σε άσραμ (κοινόβιο γιόγκα) στην Ινδία:

(σελ. 204)
Νιώθω το σώμα μου να πάλλεται από μια απαλή, γαλάζια ηλεκτρική ενέργεια, που έρχεται κατά κύματα. Είναι λίγο ανησυχητικό, αλλά και εκπληκτικό. Δεν ξέρω τι να κάνω κι έτσι μιλάω νοερά σ’ αυτή την ενέργεια. Της λέω «Πιστεύω σ’ εσένα» κι εκείνη αντιδρά αυξάνοντας σε δύναμη και όγκο. Τώρα είναι πραγματικά ισχυρή, σαν να έχει απαγάγει όλες τις αισθήσεις μου. Βουίζει από τη βάση της σπονδυλικής μου στήλης. Νιώθω λες και ο λαιμός μου θέλει να τεντωθεί και να στρίψει. Του το επιτρέπω και μετά κάθομαι σ’ αυτή την παράξενη στάση – με τη ράχη στητή, αλλά το αριστερό αυτί να πιέζεται πάνω στον αριστερό μου ώμο. Δεν ξέρω γιατί το κεφάλι κι ο λαιμός μου θέλουν να κάνουν έτσι, εγώ όμως δεν πρόκειται να τσακωθώ μαζί τους. Είναι επίμονοι. Το σώμα μου εξακολουθεί να πάλλεται ολόκληρο απ’ αυτή τη γαλάζια ενέργεια, ακούω κάτι σαν βουητό και τώρα είναι τόσο δυνατό, που δεν το αντέχω πια. Με τρομάζει τόσο πολύ ώστε λέω «Δεν είμαι έτοιμη ακόμα» και ανοίγω τα μάτια μου. Όλα χάνονται. Επιστρέφω στην αίθουσα, στο περιβάλλον μου. Κοιτάζω το ρολόι μου. Βρίσκομαι εδώ –ή κάπου αλλού- σχεδόν μία ώρα.
Ανασαίνω κυριολεκτικά λαχανιασμένα.

Η κατανόηση του τι ήταν αυτή η εμπειρία, τι συνέβαινε εκεί, φέρνει στην επιφάνεια ένα θέμα μάλλον εσωτερικό και ακανθώδες, που λέγεται το ζήτημα kundalini shakti (ενέργεια κουνταλίνι).
Όλες οι θρησκείες του κόσμου έχουν ένα υποσύνολο πιστών που αναζητούν μια άμεση, υπερβατική εμπειρία με το Θεό, ξεχνώντας λίγο τα βασικά ιερά κείμενα ή τη δογματική μελέτη, προκειμένου να συναντήσουν προσωπικά το θείο. Το ενδιαφέρον με αυτούς τους μυστικιστές είναι πως, όταν αναφέρονται στις εμπειρίες τους, στο τέλος περιγράφουν όλοι το ίδιο ακριβώς περιστατικό. Γενικά, η ένωσή τους με το Θεό συμβαίνει σε κατάσταση διαλογισμού και ελευθερώνεται από μια πηγή ενέργειας που πλημμυρίζει όλο τους το σώμα με ευφρόσυνο, ηλεκτρικό φως. Οι Ιάπωνες αποκαλούν αυτή την ενέργεια Ki, οι Κινέζοι Βουδιστές την αποκαλούν chi, οι Μπαλινέζοι taksu, οι Χριστιανοί Άγιο Πνεύμα, Οι Βουσμάνοι Καλαχάρι n/um (οι άγιοί τους το περιγράφουν σαν μια δύναμη που ανεβαίνει όπως το φίδι από τη σπονδυλική στήλη και σχηματίζει στο κεφάλι ένα άνοιγμα απ΄ όπου μπαίνουν οι θεοί). Οι Ισλαμιστές ποιητές Σούφι αποκαλούσαν τη θεϊκή ενέργεια «ο Αγαπημένος» και της έγραφαν λατρευτικά ποιήματα. Οι ιθαγενείς της Αυστραλίας περιγράφουν ένα φίδι που κατεβαίνει από τον ουρανό στο μάγο και του χαρίζει φοβερές, υπερφυσικές δυνάμεις. Στην ιουδαϊκή παράδοση Καμπάλα, αυτή η ένωση με το θείο λέγεται ότι διέρχεται από διάφορα στάδια πνευματικής ανάτασης, με ενέργεια που διαπερνά τη σπονδυλική στήλη καθώς και μια σειρά αόρατων μεσημβρινών.
Η Αγία Τερέζα της Άβιλα, η πιο μυστικιστική καθολική μορφή, περιέγραψε την ένωσή της με το Θεό σαν μια ανάβαση του φωτός μέσα από επτά εσωτερικούς «οίκους» του σώματος και της ύπαρξής της, μέχρι που η Αγία βρέθηκε μπροστά στο Θεό. Με το διαλογισμό, έφτανε σε τόσο βαθιά κατάσταση καταληψίας, που οι άλλες καλόγριες δεν έπιαναν καν το σφυγμό της. Εκείνη τις ικέτευε να μην πουν πουθενά αυτό που είχαν δει, γιατί ήταν «πολύ περίεργο πράγμα και πιθανόν να προκαλούσε μεγάλες συζητήσεις». (Για να μην πούμε και καμιά ανάκριση από την Ιερά Εξέταση.) Η δυσκολότερη πρόκληση, έγραφε η Αγία Τερέζα στα απομνημονεύματά της, ήταν να μη λειτουργεί η διάνοια κατά τη διάρκεια του διαλογισμού, γιατί οποιαδήποτε σκέψη, ακόμα και η πιο θερμή προσευχή, θα σβήσει τη φωτιά του Θεού. Άπαξ και το μπελαλίδικο μυαλό «αρχίσει να συνθέτει ομιλίες και να επινοεί επιχειρήματα, ειδικά αν είναι έξυπνα, σε λίγο θα φαντάζεται ότι κάνει κάτι σπουδαίο». Αν όμως μπορέσεις να ξεπεράσεις αυτές τις σκέψεις, εξηγούσε η Αγία Τερέζα, και να ανεβείς προς το Θεό, «είναι μια μεγαλειώδης παραζάλη, μια ουράνια παραφροσύνη, όπου κατακτάται η πραγματική σοφία». Επαναλαμβάνοντας εν αγνοία της την ποίηση του Πέρση Σούφι μυστικιστή Χαφίζ, που ρωτούσε γιατί δεν ουρλιάζουμε όλοι σαν τρελοί αφού ο Θεός είναι τόσο γεμάτος αγάπη, η Αγία Τερέζα φώναζε στην αυτοβιογραφία της: «Αν αυτές οι θείες εμπειρίες είναι απλώς τρέλα, τότε, Σε ικετεύω, πατέρα, Τρέλανέ μας όλους!»
Μετά, στην επόμενη πρόταση του βιβλίου της, είναι σαν να κρατάει την ανάσα της. Διαβάζοντας σήμερα την Αγία Τερέζα, τη νιώθεις σχεδόν να βγαίνει από την παραληρηματική εμπειρία της, να κοιτάζει γύρω της το πολιτικό κλίμα της μεσαιωνικής Ισπανίας (όπου ζούσε κάτω από την πιο καταπιεστική θρησκευτική τυρρανία της ιστορίας) και να απολογείται σοβαρά και υπάκουα για τον ενθουσιασμό της. Γράφει: «Συγχωρέστε με αν υπήρξα πολύ τολμηρή» και επαναλαμβάνει πως πρέπει να αγνοηθούν οι ηλίθιες φλυαρίες της γιατί είναι γυναίκα, δηλαδή ένα σκουλήκι, ένα τιποτένιο ζωύφιο κλπ. Σχεδόν τη βλέπεις να στρώνει τις φούστες τής μοναχής και να παραμερίζει τα τελευταία ατίθασα τσουλούφια των μαλλιών της, έχοντας το θείο μυστικό της κρυμμένο σαν λαμπερή φωτιά.
Στην ινδική παράδοση γιόγκα, αυτό το θείο μυστικό λέγεται κουνταλίνι σάκτι κι απεικονίζεται σαν ένα φίδι κουλουριασμένο στη βάση της σπονδυλικής στήλης, μέχρι που ελευθερώνεται από το άγγιγμα του δασκάλου ή από ένα θαύμα. Και τότε, αναβαίνει προς τα πάνω, περνάει από τα επτά τσάκρα ή τροχούς (που αποκαλούνται και οίκοι της ψυχής) και τελικά βγαίνει από το κεφάλι σε μια εκρηκτική ένωση με το Θεό. Αυτά τα τσάκρα δεν υπάρχουν στα χονδροφυή σώματα, λένε οι Γιόγκι, γι΄ αυτό μην τα ψάχνετε εκεί. Υπάρχουν μόνο στα λεπτοφυή σώματα, σ΄ αυτά που εννοούν οι Βουδιστές δάσκαλοι όταν ενθαρρύνουν τους μαθητές τους να βγάλουν από το σώμα τους έναν καινούργιο εαυτό, όπως τραβάμε ένα σπαθί από το θηκάρι του. Ο φίλος μου ο Μπομπ, που είναι μαθητής γιόγκα και νευρολόγος, μου είπε πως τον ιντριγκάριζε ανέκαθεν η ιδέα των τσάκρα και πως ήθελε να τα δει σε ένα ανατεμνόμενο ανθρώπινο σώμα, προκειμένου να πιστέψει στην ύπαρξή τους. Αλλά ύστερα από μια ιδιαίτερα υπερβατική εμπειρία διαλογισμού, κατέληξε σε μια καινούργια θεώρηση. Έλεγε: «Όπως υπάρχει στο γράψιμο η κυριολεκτική και η ποιητική αλήθεια, έτσι υπάρχει και στον άνθρωπο η πραγματική και η ποιητική ανατομία. Τη μία τη βλέπεις, την άλλη όχι. Η μία αποτελείται από οστά, δόντια και σάρκα. Η άλλη αποτελείται από ενέργεια, μνήμη και πίστη. Αλλά είναι και οι δύο εξίσου αληθινές.»
Μ’ αρέσει όταν επιστήμη και πίστη διασταυρώνονται. Βρήκα πρόσφατα στους New York Times ένα άρθρο για μια ομάδα νευρολόγων που τοποθέτησε ηλεκτρόδια σε έναν εθελοντή Θιβετιανό μοναχό, για ένα πειραματικό εγκεφαλογράφημα. Ήθελαν να δουν τι συμβαίνει από επιστημονικής πλευράς σε έναν εγκέφαλο κατά τη διάρκεια του υπερβατικού διαλογισμού. Στον εγκέφαλο ενός φυσιολογικού, σκεπτόμενου ατόμου υπάρχει πάντα μια ηλεκτρική καταιγίδα από σκέψεις και παρορμήσεις που καταγράφονται στο εγκεφαλογράφημα ως κίτρινες και κόκκινες λάμψεις. Όσο πιο οργισμένο ή ανυπόμονο γίνεται το υποκείμενο, τόσο πιο έντονες και δυνατές είναι αυτές οι λάμψεις. Αλλά οι μυστικιστές όλων των εποχών και πολιτισμών περιγράφουν πάντα μια ακινησία του εγκεφάλου κατά τη διάρκεια του διαλογισμού και λένε πως η υπέρτατη ένωση με το Θεό είναι ένα γαλάζιο φως που νιώθουν να ακτινοβολεί από το κέντρο του κρανίου τους. Στην παράδοση των Γιόγκι, αυτό λέγεται «γαλάζιο μαργαριτάρι» και είναι ο στόχος κάθε αναζητητή. Φυσικά, αυτός ο Θιβετιανός μοναχός, που παρακολουθούσαν με μόνιτορ κατά τη διάρκεια του διαλογισμού, κατάφερε να ηρεμήσει τον εγκέφαλό του σε τέτοιο βαθμό, ώστε δε φαινόταν καμία κόκκινη ή κίτρινη λάμψη. Για την ακρίβεια, όλη η νευρολογική ενέργεια αυτού του ανθρώπου συγκεντρώθηκε και συμπυκνώθηκε τελικά στο κέντρο του εγκεφάλου. Το έβλεπες καθαρά στο μόνιτορ, είχε γίνει ένα μικρό, ψυχρό, φωτεινό γαλάζιο μαργαριτάρι. Όπως ακριβώς το περιέγραφαν ανέκαθεν οι Γιόγκι.
Αυτός είναι ο προορισμός της ενέργειας κουνταλίνι.
Στη μυστικιστική Ινδία, όπως και σε πολλές σαμανιστικές παραδόσεις, η ενέργεια κουνταλίνι θεωρείται επικίνδυνη δύναμη αν παίζεις μαζί της χωρίς επίβλεψη. Ο άπειρος Γιόγκι θα μπορούσε κυριολεκτικά να τινάξει τα μυαλά του. Χρειάζεσαι έναν δάσκαλο, έναν γκουρού να σε οδηγεί σ’ αυτό το μονοπάτι και, ιδανικά, ένα σίγουρο μέρος, όπως τα Άσραμ, όπου θα κάνεις εξάσκηση. Λέγεται ότι το άγγιγμα του γκουρού (είτε κυριολεκτικά είτε ως μια πιο υπερφυσική συνάντηση, σαν σε όνειρο) ελευθερώνει τη συγκεντρωμένη ενέργεια κουνταλίνι από τη βάση της ραχοκοκαλιάς και της επιτρέπει να αρχίσει την ανοδική διαδρομή της προς το Θεό. Η στιγμή της απελευθέρωσης λέγεται σάκτι πατ, θεία μυσταγωγία, και είναι το μεγαλύτερο δώρο του φωτισμένου δασκάλου. Μετά το άγγιγμα, ο μαθητής μπορεί να χρειαστεί χρόνια δουλειάς μέχρι τη φώτιση, αλλά τα ταξίδι έχει επιτέλους αρχίσει. Η ενέργεια έχει απελευθερωθεί.
Εγώ μυήθηκα πριν από δύο χρόνια, όταν πρωτογνώρισα την γκουρού μου στη Νέα Υόρκη. Είχε αποσυρθεί για ένα Σαββατοκύριακο στο άσραμ του Κάτσκιλς. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ένιωσα τίποτα ιδιαίτερο μετά. Εγώ ήλπιζα σε μια εκτυφλωτική συνάντηση με τον Θεό, ή έστω μια γαλάζια αστραπή, ένα προφητικό όραμα, αλλά έψαξα στο σώμα μου τυχόν σημάδια και το μόνο που ένιωσα ήταν μια αόριστη πείνα, ως συνήθως. Θυμάμαι ότι σκεφτόμουν πως ίσως δε διέθετα αρκετή πίστη για να βιώσω κάτι πραγματικά συγκλονιστικό, όπως η ενέργεια κουνταλίνι. Θυμάμαι ότι σκεφτόμουν πως ήμουν υπερβολικά εγκεφαλική και ελάχιστα διαισθητική και πως ο θρησκευτικός μου δρόμος θα ήταν περισσότερο διανοητικός παρά εσωτερικός. Θα προσευχόμουν, θα διάβαζα βιβλία, θα έκανα ενδιαφέρουσες σκέψεις, αλλά ίσως δεν έφτανα ποτέ την ευλογία του θείου διαλογισμού που περιγράφει η Αγία Τερέζα. Δε με πείραζε όμως. Εξακολουθούσε να μου αρέσει η τακτική της προσευχής. Απλούστατα, η ενέργεια κουνταλίνι δεν ήταν για μένα.

[Αυτό που θα περιγράψει στη συνέχεια δεν είναι όνειρο. Είναι μια από τις χαρακτηριστικές οραματικές εμπειρίες που μοιάζουν με όνειρο, κατά τις οποίες οι άγιοι έρχονται σε επαφή με εμάς.]


Την άλλη μέρα όμως, συνέβη κάτι πραγματικά ενδιαφέρον. Η γκουρού μάς είχε συγκεντρώσει όλους, για μια ακόμα φορά. Μας έβαλε να διαλογιστούμε και στα μισά της ώρας αποκοιμήθηκα (ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων) και είδα ένα όνειρο. Είδα ότι βρισκόμουν σε μια θαλασσινή αμμουδιά. Τα κύματα ήταν τεράστια, τρομακτικά και φούσκωναν γρήγορα. Ξαφνικά, εμφανίστηκε δίπλα μου ένας άνθρωπος. Ήταν ο δάσκαλος της γκουρού μου, ένας σπουδαίος, χαρισματικός γιόγκι, που θα τον αναφέρω εδώ ως Σουάμιτζι (στα σανσκριτικά σημαίνει αγαπημένος μοναχός). Ο Σουάμιτζι είχε πεθάνει το 1982. Τον ήξερα μόνο από τις φωτογραφίες του στο άσραμ. Πρέπει να παραδεχτώ πως, ακόμα και στις φωτογραφίες, έβρισκα αυτό τον τύπο κάπως υπερβολικά τρομακτικό, υπερβολικά ισχυρό και υπερβολικά ξαναμμένο για τα γούστα μου. Απέφευγα να τον σκέφτομαι για κάμποσο διάστημα και, γενικά, απέφευγα το βλέμμα του όπως με κοιτούσε από τους τοίχους. Έμοιαζε κυρίαρχος. Δεν ήταν ο τύπος μου. Προτιμούσα πάντοτε την όμορφη, πονετική, θηλυκή και ζωντανή δασκάλα μου απ’ αυτό τον πεθαμένο (αλλά πάντα άγριο) άνθρωπο.
Τώρα όμως ο Σουάμιτζι ερχόταν στον ύπνο μου και στεκόταν επιβλητικός δίπλα μου στην αμμουδιά. Ήμουν έντρομη. Εκείνος έδειξε τα κύματα που πλησίαζαν και είπε αυστηρά: «Θέλω να βρεις έναν τρόπο να μη συμβεί αυτό.» Άρπαξα ένα σημειωματάριο και προσπάθησα να σχεδιάσω διάφορες λύσεις που θα εμπόδιζαν τα κύματα του ωκεανού να έρχονται. Σχεδίασα τεράστιους κυματοθραύστες, κανάλια και φράγματα. Ωστόσο, όλα μου τα σχέδια ήταν πολύ ηλίθια και άχρηστα. Ήξερα ότι δε βρισκόμουν καθόλου στο στοιχείο μου (δεν είμαι δα μηχανικός!) αλλά ένιωθα τον Σουάμιτζι να με παρακολουθεί ανυπόμονα και επικριτικά. Κάποτε παραιτήθηκα. Καμιά από τις επινοήσεις μου δεν ήταν αρκετά έξυπνη ή δυνατή ώστε να εμποδίσει τα κύματα να σκάνε.
Και τότε άκουσα το Σουάμιτζι να γελάει. Κοίταξα τον μικροκαμωμένο Ινδό με την πορτοκαλί φορεσιά που έσκαγε κυριολεκτικά στα γέλια, κρατώντας την κοιλιά του και σκουπίζοντας εύθυμα τα δάκρυα από τα μάτια του.
«Πες μου, καλή μου» είπε δείχνοντας προς τον απέραντο, πανίσχυρο, ατέλειωτο, φουρτουνιασμένο ωκεανό. «Πες μου, αν έχεις την καλοσύνη, πώς ακριβώς σκόπευες να σταματήσεις κάτι τέτοιο;»
----------
Σχετικό βίντεο που ανέβασα, με τίτλο
"Eat Pray Love, Τζούλια Ρόμπερτς και διαλογισμός "
είναι αυτό
.
------------------------------------------------------------------------------------------------
                                             Άλλα πνευματικά κείμενα
                                                    -------

To ρόδο του Παράκελσου

του Χόρχε Λουίς Μπόρχες

 Από τη συλλογή Ρόδινο και Γαλάζιο (μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης), εκδ. ύψιλον/βιβλία 1982.

Στο εργαστήρι του, που έπιανε τα δυο δωμάτια του υπογείου, ο Παράκελσος παρακάλεσε το θεό του, τον ακαθόριστο θεό του, έναν οποιοδήποτε θεό, να του στείλει ένα μαθητή. Βράδιαζε. Η χλωμή φωτιά του τζακιού έριχνε στον τοίχο ακανόνιστους ίσκιους. Τού ’κανε μεγάλο κόπο να σηκωθεί για ν’ ανάψει τη σιδερένια λάμπα. Ο Παράκελσος, αφηρημένος απ’ την κούραση, λησμόνησε την προσευχή του. Η νύχτα είχε σβήσει τους σκονισμένους άμβικες και την κάμινο, όταν κάποιος χτύπησε την πόρτα. Μισοκοιμισμένος, σηκώθηκε, ανέβηκε τη μικρή στριφογυριστή σκάλα κι άνοιξε ένα απ’ τα θυρόφυλλα. Μπήκε ένας άγνωστος. Έδειχνε κι εκείνος πολύ κουρασμένος. Ο Παράκελσος τού ’δειξε έναν πάγκο• ο άλλος κάθισε και περίμενε. Για λίγο δεν αντάλλαξαν ούτε μια λέξη.
Ο δάσκαλος ήταν ο πρώτος που μίλησε.
-Θυμάμαι πρόσωπα της Δύσης και πρόσωπα της Ανατολής, είπε, όχι χωρίς μια κάποια έπαρση. Το δικό σου όμως πρόσωπο δεν το θυμάμαι. Ποιος είσαι και τι θέλεις από μένα;
-Τ’ όνομά μου δεν έχει σημασία, αποκρίθηκε ο άλλος. Ταξίδεψα τρεις μέρες και τρεις
νύχτες για νά ’ρθω στο σπίτι σου. Θέλω να γίνω μαθητής σου. Σού ’φερα όλα μου τα
υπάρχοντα.
Έβγαλε ένα πουγκί και τ’ άδειασε με το δεξί του χέρι πάνω στο τραπέζι. Πολλά χρυσά φλουριά κύλησαν από μέσα. Ο Παράκελσος τού ’χε γυρίσει την πλάτη για ν’ ανάψει τη λάμπα. Όταν στράφηκε ξανά προς το μέρος του, παρατήρησε πως το αριστερό χέρι του ξένου κρατούσε ένα ρόδο. Το ρόδο τον ανησύχησε.
Έσκυψε, ένωσε τις άκριες των δαχτύλων του και είπε:
-Ενώ πιστεύεις πως μπορώ να κατεργάζομαι τη λίθο που μετουσιώνει όλα τα στοιχεία σε χρυσό, έρχεσαι και μου προσφέρεις χρυσό. Όμως ο χρυσός δεν είναι αυτό που ζητάω, κι αν εσένα αυτό που σ’ ενδιαφέρει είναι ο χρυσός, δεν θα γίνεις ποτέ μαθητής μου.
-Ο χρυσός δε μ’ ενδιαφέρει, απάντησε ο άλλος. Δέξου ετούτα τα φλουριά σα μια απόδειξη της δίψας μου να μάθω. Θέλω να μου διδάξεις την Τέχνη. Θέλω στο πλευρό σου να διαβώ το δρόμο που οδηγεί στη Λίθο.
Ο Παράκελσος είπε αργά:
-Ο δρόμος είναι η Λίθος. Η αφετηρία είναι η Λίθος. Αν δεν το καταλαβαίνεις αυτό, δεν έχεις αρχίσει ακόμα να καταλαβαίνεις. Κάθε βήμα που θα κάνεις είναι το τέρμα.
Ο άλλος τον κοίταξε δύσπιστα. Κι είπε, τονίζοντας τις λέξεις:
-Όμως, υπάρχει ένα τέρμα;
Ο Παράκελσος γέλασε.
-Οι εχθροί μου, που είναι τόσο πολλοί όσο κι ανόητοι, λένε πως όχι, δεν υπάρχει, και με αποκαλούν απατεώνα. Δεν τους δίνω δίκιο, κι όμως δεν αποκλείεται όλ’ αυτά να μην είναι παρά μια αυταπάτη. Αυτό που εγώ ξέρω είναι πως «υπάρχει» ένας Δρόμος.
Ύστερα από μια μικρή σιωπή, μίλησε ο άλλος:
-Είμαι έτοιμος να τον διαβώ μαζί σου, ακόμα κι αν μας πάρει χρόνια. Άφησέ με να
διασχίσω την έρημο. Άφησέ με να διακρίνω έστω από μακριά τη Γη της Επαγγελίας, ακόμα κι αν τ’ άστρα δεν μ’ αφήσουν να την περπατήσω. Ωστόσο, θέλω μιαν απόδειξη πριν βγω σ’ αυτό το ταξίδι.
-Πότε; είπε ο Παράκελσος με ανησυχία.
-Τώρα αμέσως, είπε ο μαθητής με μια ξαφνική αποφασιστικότητα.
Στην αρχή η συζήτηση γινόταν στα λατινικά• τώρα, στα γερμανικά.
Ο νεαρός σήκωσε ψηλά το ρόδο.
-Λένε πως μπορείς να κάψεις ένα ρόδο, κι ύστερα, χάρη στην τέχνη σου, να το κάνεις να ξαναγεννηθεί απ’ τις στάχτες του. Άφησέ με να δω αυτό το μεγαλούργημα. Τούτο μόνο σου ζητώ, κι ύστερα θα σου χαρίσω τη ζωή μου ολάκερη.
-Είσαι πολύ εύπιστος, είπε ο δάσκαλος. Δεν έχω ανάγκη από ευπιστία• εγώ απαιτώ την πίστη.
Ο άλλος επέμεινε.
-Μα ακριβώς επειδή δεν είμαι εύπιστος, θέλω να δω με τα ίδια μου τα μάτια τον αφανισμό και την ανάσταση του ρόδου.
Ο Παράκελσος είχε πάρει το ρόδο στα χέρια του κι έπαιζε μ’ αυτό καθώς μιλούσε.
-Είσαι εύπιστος, είπε. Λες πως είμαι ικανός να το καταστρέψω;
-Καθένας είναι ικανός να το καταστρέψει, είπε ο μαθητής.
-Γελιέσαι. Μήπως θαρρείς πως μπορεί κανείς να εξαφανίσει οτιδήποτε; Θαρρείς πως ο πρωτόπλαστος Αδάμ στον Παράδεισο μπόρεσε να χαλάσει έστω κι ένα λουλούδι, έστω κι ένα χορταράκι;
-Δεν βρισκόμαστε στον Παράδεισο, είπε ο νεαρός πεισματωμένα. Εδώ, κάτω απ’ το
φεγγάρι, όλα είναι θνητά.
Ο Παράκελσος είχε σηκωθεί.
-Και πού αλλού νομίζεις τότε πως βρισκόμαστε; Θαρρείς πως ο Θεός μπορεί να πλάσει έναν τόπο, άλλο απ’ τον Παράδεισο; Ή μήπως νομίζεις πως η Πτώση είναι κάτι άλλο και όχι το ν’ αγνοούμε πως ακόμα βρισκόμαστε στον Παράδεισο;
-Ένα ρόδο μπορεί να καεί, είπε ο μαθητής προκλητικά.
-Έχει ακόμα φωτιά στο τζάκι, είπε ο Παράκελσος. Αν έριχνες αυτό το ρόδο στη χόβολη, θα πίστευες πως οι φλόγες το κατασπαράξανε και πως οι στάχτες του είναι αληθινές. Εγώ σου λέω πως το ρόδο είναι αιώνιο και πως μόνο η εμφάνισή του μπορεί ν’ αλλάξει. Μια λέξη μου θ’ αρκούσε να το ξαναδείς μπροστά σου.
-Μια λέξη; είπε έκπληκτος ο μαθητής. Η κάμινος είναι σβηστή κι οι άμβικες είναι
σκεπασμένοι από σκόνη. Τι μπορείς να κάνεις για να το ξαναεμφανίσεις;
Ο Παράκελσος τον κοίταξε με θλίψη.
-Η κάμινος είναι σβηστή, επανέλαβε, κι οι άμβικες είναι σκεπασμένοι από σκόνη. Όμως εγώ, στη διάρκεια μιας μακριάς ημέρας, μεταχειρίζομαι κι άλλα σύνεργα.
-Δεν τολμάω να ρωτήσω ποια, είπε ο άλλος με πονηριά ή με ταπεινοσύνη.
-Μιλώ γι’ αυτόν που πήρε το Θεό στη δούλεψή του για να πλάσει τους ουρανούς και τη γη και τον αόρατο Παράδεισο, που μέσα του βρισκόμαστε και που μας τον κρύβει το προπατορικό αμάρτημα. Μιλώ για το Λόγο. Αυτόν που μας διδάσκει η Καββάλα.
Ο μαθητής είπε παγερά:
-Ταπεινά σ’ ικετεύω να μου δείξεις την εξαφάνιση και την επανεμφάνιση του ρόδου. Δε μ’ ενδιαφέρει αν θα το κάνεις με τα σύνεργα ή με το Λόγο.
Ο Παράκελσος σκέφτηκε λίγο. Ύστερα είπε:
-Αν τό ’κανα, θά ‘λεγες πως πρόκειται για μια οπτασία που σου την επέβαλε η μαγεία των ματιών σου. Το θαύμα δεν θα σου δώσει την πίστη που γυρεύεις. Ξέχασε λοιπόν το ρόδο.
Ο νεαρός τον κοίταξε, πάντα καχύποπτος. Ο δάσκαλος ύψωσε τη φωνή και του είπε:
-Στο κάτω κάτω, ποιος είσ’ εσύ που μπαίνεις έτσι στο σπίτι ενός δασκάλου κι απαιτείς απ’ αυτόν ένα μεγαλούργημα; Τι έχεις κάνει για να σου αξίζει ένα τέτοιο δώρο;
Ο άλλος του αποκρίθηκε, τρέμοντας:
-Ξέρω καλά πως δεν έχω κάνει τίποτα. Στο ζητάω στ’ όνομα όλων αυτών των χρόνων που θα σπουδάζω στον ίσκιο σου. Άφησέ με να δω τη στάχτη και μετά, το ρόδο. Δεν θα σου ξαναζητήσω τίποτ’ άλλο. Θα πιστέψω στη μαρτυρία των ματιών μου.
Με μια απότομη κίνηση, άρπαξε το σαρκόχρωμο ρόδο, που ο Παράκελσος είχε αφήσει πάνω στο αναλόγιο και το πέταξε στις φλόγες. Το χρώμα εξαφανίστηκε και σε λίγο δεν απόμεινε απ’ το ρόδο παρά λίγη στάχτη.
Για μια στιγμή, που του φάνηκε αιώνες, ο μαθητής περίμενε τα λόγια και το θαύμα.
Ο Παράκελσος έμεινε ασυγκίνητος. Κι είπε, με μια περίεργη απλότητα:
-Όλοι οι γιατροί κι όλοι οι φαρμακοποιοί της Βασιλείας διατείνονται πως είμαι απατεώνας. Ίσως να λεν αλήθεια. Εδώ βρίσκεται η στάχτη που ήταν κάποτε ένα ρόδο και δεν θα ξαναείναι ποτέ πια.
Ο νεαρός ένιωσε ντροπή. Ο Παράκελσος ήταν ένας τσαρλατάνος ή ένας απλός
οραματιστής κι αυτός, ένας παρείσακτος, είχε περάσει το κατώφλι του και τον υποχρέωνε τώρα να ομολογήσει πως η διαβόητη μαγική του τέχνη ήτανε μια πλάνη.
Γονάτισε και του είπε:
-Είμαι ασυγχώρετος. Μού ’λειψε η πίστη που ο Κύριος απαιτούσε από τους ζηλωτές του.
Άσε με να ξαναδώ τη στάχτη. Θα γυρίσω όταν θά ’μαι πιο δυνατός και θα γίνω μαθητής σου και στην άκρη του Δρόμου θα δω το ρόδο.
Μιλούσε μ’ ενα απροσποίητο πάθος, κι ωστόσο αυτό το πάθος δεν ήταν παρά ο οίκτος που του προκαλούσε ο γερο-δάσκαλος, τόσο σεβάσμιος και κυνηγημένος, τόσο ξακουστός και, γι’ αυτό, τόσο κενός. Ποιος ήταν αυτός, ο Γιοχάνες Γκρίσεμπαχ, για ν’ ανακαλύψει με χέρι ιερόσυλο πως πίσω απ’ το προσωπείο δεν υπήρχε κανείς;
Ν’ αφήσει τα χρυσά φλουριά θα φαινόταν σαν ελεημοσύνη. Τα ξαναπήρε λοιπόν
φεύγοντας. Ο Παράκελσος τον συνόδεψε ως το πλατύσκαλο και του είπε πως σ΄εκείνο το σπίτι θά ’ταν πάντα καλόδεχτος. Κι οι δυο ξέρανε πως δεν θα ξαναβλέπονταν ποτέ.
Ο Παράκελσος έμεινε μόνος. Πριν σβήσει τη λάμπα και καθίσει στη φθαρμένη πολυθρόνα, έριξε τη λίγη στάχτη στη φούχτα του κι είπε μια λέξη με χαμηλή φωνή. Απόθεσε το ρόδο πάλι στο αναλόγιο και βυθίστηκε στη σιωπή.

                                                    

                      ------------------------------------------------------------------

Η ανάληψή μου σε ανώτερη διάσταση 
απόσπασμα από την αλληλογραφία μου
( Κίμων Πετρόχειλος ) :
"Είναι η γιόγκα σατανική λατρεία
ή προσφέρει πνευματικότητα και υγεία ;
"  ,

όπου απαντάω σε χριστιανικές κατηγορίες για τη γιόγκα


Απόσπασμα...

Η παρακάτω εμπειρία της κουνταλίνι, που είναι δικιά μου, δείχνει πώς η αφύπνιση της πνευματικής ενέργειας σε παίρνει στον Ουρανό.
Κι ένα ενδιαφέρον σημείο εδώ είναι ότι ανήκω σε αυτούς που δεν είχαν ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΚΑΜΙΑ ΔΥΣΚΟΛΙΑ στην όλη διαδικασία. Ίσως γιατί άρχισα γιόγκα στα δεκαπέντε μου χρόνια, και όταν η εμπειρία ήρθε ήμουν καλά προετοιμασμένος - είχα, όπως θα μπορούσαμε να πούμε, γερές βάσεις.
Ή ίσως γιατί ήταν ο πνευματικός μου δάσκαλος που μου έδωσε αυτή την εμπειρία - οπότε ήμουν, όπως θα μπορούσαμε να πούμε, "σε καλά χέρια".

Ήρθε και με άγγιξε στον ώμο. Τότε ο ουρανός άνοιξε και, μετατρεπόμενος σε φως, έπεσα μέσα στον ουρανό με την ταχύτητα της σκέψης. Η βαρύτητα είχε αντιστραφεί και η ψυχή μου ταξίδευε κατακόρυφα προς τα πάνω με μια τρομακτική ταχύτητα και δύναμη. Έχεις ακούσει για την πτώση του Αδάμ. Αυτό ήταν η άνοδος του Αδάμ! Δεν κινούμουν μόνο μέσα στο χώρο αλλά η ταχύτητά μου ήταν τέτοια ώστε κινούμουν και μέσα στο χρόνο. Ο χώρος και ο χρόνος είχαν ενωθεί. (Η σχέση χώρου, χρόνου και ταχύτητας θα σου είναι εμφανής αν έχεις διαβάσει τη θεωρία της σχετικότητας. Καθ’ όλο τον εικοστό αιώνα, πολλοί κβαντικοί φυσικοί μίλησαν για την επιβεβαίωση της ινδουιστικής κοσμολογίας από την κβαντομηχανική. Μπορείς να δεις γνωστούς σύγχρονους φυσικούς να μιλούν για αυτό στα βίντεό μου:
Κβαντική Αποκάλυψη
Ό,τι βιώνουμε είναι όνειρο μέσα σε όνειρο
Η Κυριαρχία του Νου επί της Ύλης (Κβαντική Φυσική) (1/2)
Το πείραμα των δύο σχισμών (κβαντική φυσική)

Όταν σε κάποια στιγμή (ίσως σε γήινο χρόνο μετά από 10 ή 15 δευτερόλεπτα) η κίνηση τέλειωσε και άνοιξα τα μάτια, βρισκόμουν σε ένα διαφορετικό σημείο του χωροχρόνου. Είχα άλλο σώμα και ήταν μια παλιότερη εποχή. Βρισκόμουν στις νότιες αποικίες και ήμουν νέγρος υπηρέτης (λευκών) Άγγλων.

Πώς είναι δυνατόν να βρίσκεσαι σε μια διαφορετική εποχή και να είσαι κάποιος άλλος;

Γνωρίζεις για την «αιρετική διδασκαλία της μετενσάρκωσης». Οι χριστιανορθόδοξοι έχετε σκοτώσει πολλούς που έλεγαν ό,τι λέω.

Αλλά τώρα βρισκόμαστε σε μια άλλη εποχή, και είστε αναγκασμένοι να χρησιμοποιείτε «ευγενικότερες» μεθόδους (δηλαδή προπαγάνδα, συνθήματα, κονέ με δημόσιες υπηρεσίες και τέτοια).

Υπάρχει πράγματι ένας αγεφύρωτος χωρισμός ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν; Πώς συνδέονται διαφορετικά σημεία του χρόνου; Τι είναι η μνήμη; Αποθηκεύονται οι πληροφορίες στον εγκέφαλο; Ή είναι η μνήμη ένα μέρος του εαυτού μας που ζει ΤΩΡΑ σε παλιότερη στιγμή; Να έχει άραγε δίκιο η κβαντική φυσική ότι ο χρόνος είναι ενωμένος, ότι παρόν και παρελθόν δεν είναι χωρισμένα;

Φιλοσοφικά ερωτήματα που γίνονταν καθ’ όλη τη διάρκεια της ελληνικής ιστορίας. Μέχρι που ήρθατε εσείς, ρημάξατε το «σατανικό και βέβηλο» ελληνικό πολιτισμό και μας είπατε ότι το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να προσευχόμαστε στον Χριστό και να υπακούμε στον Πατριάρχη.

Κι όποιοι «αιρετικοί» δεν πείστηκαν, τους σκοτώνατε... Καθώς καλύτερα να πάνε από εσάς στην αγκάλη του Θεού, παρά από φυσικό θάνατο στην αγκαλιά του Διαβόλου.

Και σε κάποια στιγμή επέστρεψα και βρέθηκα πάλι σε ετούτο το χρονικό σημείο.

Αλλά δεν ήμουν ο ίδιος.

Να είχε μπει μέσα μου ο Σατανάς - όπως υπονοεί για την φίλη του την Κάρολ το άρθρο του θεολόγου που μου έστειλες;

Μία από τις διαφορές ήταν ότι το μυαλό μου ζούσε σε διαφορετικό επίπεδο χρόνου. Υπάρχει διαφορά μεταξύ της αντίληψης της αιωνιότητας και της αντίληψης του μεταβαλλόμενου χρόνου. Η αιωνιότητα είναι η ενότητα μεταξύ των μεταβαλλόμενων χρόνων. Είναι μια ακίνητη θάλασσα μέσα στην οποία οι διάφοροι χρόνοι κινούνται σαν κύματα. Η κίνησή μου μέσα στο χρόνο με είχε φέρει σε ένα διαφορετικό σημείο του ίδιου του χρόνου. Με είχε φέρει πιο κοντά στην Αρχή του χρόνου (όπου βρίσκεται η αιωνιότητα), γιατί υπάρχει μια κυκλική κίνηση στο σύμπαν. Η χελώνα ξαναμαζεύεται στο καβούκι της.

Όταν η ψυχή σου συντονιστεί με άλλο επίπεδο του χρόνου, ο ήλιος κινείται αργότερα στον ουρανό. Δεν μιλάω για την πραγματική κίνηση του ήλιου, καθώς ο ήλιος παραμένει ακίνητος σε σχέση με τη Γη. Μιλάω για την παραίσθηση που έχουμε ότι ο ήλιος κινείται. Η παραίσθηση αυτή είναι αποτέλεσμα του σημείου στο οποίο ο νους σου βρίσκεται σε σχέση με την Αρχή του χρόνου, και όχι αποτέλεσμα του απλού γεγονότος ότι ο ήλιος βρίσκεται σε διαφορετικές θέσεις στον ουρανό κατά την ανατολή και κατά τη δύση, διότι θα μπορούσες να αντιλαμβάνεσαι τις διαφορετικές θέσεις ως αποτέλεσμα της δικής σου κίνησης γύρω από αυτόν, αλλά δεν το αντιλαμβάνεσαι έτσι! Η έμφαση που κάποιες θρησκείες δίνουν στον ήλιο (να άλλη μια «αίρεση») σχετίζεται με την (πνευματική) ανάγκη να αλλάξει το ίδιο σου το κέντρο της ενέργειας, να ανεβεί από κάτω προς τα πάνω, από τη Γη στον Ήλιο. Σε κάθε διαφορετική θέση υπάρχει διαφορετικό επίπεδο χωροχρόνου, διαφορετική «διάσταση». Εγώ ανέβηκα από ένα επίπεδο σε ένα άλλο, από μία διάσταση σε μία άλλη, από ένα «τσάκρα» (στα σανσκριτικά) σε ένα άλλο. Η ινδική φιλοσοφία λέει ότι υπάρχουν εφτά τσάκρα, χωροχρονικά επίπεδα στη δημιουργία του κόσμου. Είναι σαφώς μια αίρεση. Είναι καθαρή σύμπτωση που κι εσείς ορίζετε εφτά ημέρες στη δημιουργία του κόσμου!

Φυσικά, εσείς τις ορίζετε στο χρόνο μόνο, εμείς στο χρόνο και τον χώρο (το σώμα). Υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ χώρου και χρόνου; Μας λέει κάτι η επιστήμη για αυτό;

Και η γιόγκα δεν ορίζει τα τσάκρα ακριβώς στο σώμα, αλλά σε κάποια επίπεδα του αιθερικού που «αντιστοιχούν» σε κάποια σημεία στο σώμα. Για παράδειγμα, το «τρίτο μάτι», η πνευματική όραση, δεν είναι στο μεσόφρυδο. Βρίσκεται σε μια άλλη διάσταση, είναι το επίπεδο εκείνο στο οποίο η ενέργεια γίνεται αντιληπτή ως φως. Και μέσω αυτού του φωτός, μπορείς να βλέπεις πνευματικά σε μεγάλες αποστάσεις ή στην ψυχή των ανθρώπων.

Όταν αυτή η όραση δίνεται στον Πορφύριο, λέτε ότι είναι το Άγιο Πνεύμα του Τριαδικού Θεού. Όταν την έχει κάποιος από εμάς, λέτε ότι είναι «τα απατηλά κόλπα του Διαβόλου». Με τα λόγια φτιάχνεις ανώγια και κατώγια. Ό,τι σκεφτείς, έτσι είναι. Είσαι «δικός μας»; Είσαι καλός. Είσαι «των άλλων»; Είσαι κακός. Αν βάλεις “Kirlian photography» στο Youtube θα σου βγάλει δεκάδες βίντεο που δείχνουν την ενέργεια, την φωτογραφίζουν κι επίσης την κινηματογραφούν. Και λέτε ότι δεν υπάρχει κι ότι η εναλλακτική θεραπευτική είναι παραμύθια; Τελικά αποφασίστε: είναι παραμύθι ή υπάρχει και είναι του σατανά;

Αλλά για ποιο πράγμα να μιλήσουμε; Για το αν υπάρχει ενέργεια πέραν του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος; Αν υπάρχει τίποτα άλλο εκτός από τον υλικό κόσμο που έφτιαξε από το τίποτα ο Θεός σας μέσα σε εφτά ημέρες; Να συζητήσουμε αυτό όταν η ίδια η έννοια της ύλης έχει εκ νέου οριστεί από «αντικείμενο» σε «πιθανότητα» και «αποτέλεσμα της επίγνωσης του παρατηρητή»; Όταν η ίδια η έννοια του χρόνου επιτρέπει την επιστροφή μας στην Αρχή; Όταν ο ίδιος ο άδειος χώρος χαρακτηρίζεται όχι ως κενός αλλά ως ενεργειακά γεμάτος;

Ο κόσμος έχει αλλάξει. Ο πολιτισμός προχωρεί. Η επιστήμη προχωρεί. Το μόνο που δεν αλλάζει είναι η ανάγκη σας να ακυρώνετε τους «αιρετικούς», μία λέγοντας ότι η «λεπτοφυής ενέργεια», την οποία παρουσιάζουν ως υποκείμενη δημιουργική αιτία του υλικού κόσμου και στην οποία στηρίζουν τη γιόγκα τους και τις ενεργειακές τους θεραπείες, είναι παραμύθι, και μετά βεβαιώνοντας καπάκι ότι ναι, υπάρχει, αλλά είναι του Διαβόλου!

Και ποιο είναι το πρόβλημά σας με τη νοητική ενέργεια, γιατί τη θέλετε «του Διαβόλου»; Γιατί αυτή υπάρχει στον καθένα. Άρα ο καθένας, αυξάνοντάς τη, γίνεται δημιουργός. Γίνεται σαν το Χριστό, θεώνεται. Ενώ ο «Θεός» ως δημιουργική αρχή υπάρχει μόνο στο ευαγγέλιο. Δεν είναι η εσώτερη ουσία της φύσης μας, αλλά ένα σύστημα κανόνων το οποίο εσείς, από αγάπη, θα μας επιβάλετε, για να μη δαιμονιστούμε και χάσουμε την ψυχή μας.

Και όποιον δεν ενδιαφέρεται για την αγαθή σας σκέπη...

Ένα άλλο αποτέλεσμα αυτής της ανόδου προς τον Ουρανό ήταν η υπέρβαση του σεξουαλικού ενστίκτου. Αυτό είναι ένα ιδεώδες το οποίο εσείς οι χριστιανοί και εμείς οι αιρετικοί έχουμε από κοινού. Αλλά η υπέρβαση της σεξουαλικότητας, της ύλης, δεν επέρχεται πλήρης μόνο με την ανθρώπινη προσπάθεια. Χρειάζεται και η επέμβαση του Θεού. Αυτή την επέμβαση σου περιγράφω, αν και είμαι σίγουρος ότι, όπως σταυρώσατε το Χριστό, έτσι και τώρα θα αποκαλέσετε το έργο του Θεού «σατανικό». Είναι απλά ο τρόπος που λειτουργεί ο νους σας. Δεν παίζει καμία διαφορά τι κάποιος θα σας πει.

Τι εννοώ ότι υπέρβηκα τη σεξουαλικότητα; Εννοώ ότι από τότε που άλλαξα επίπεδο, το ένστικτο δεν με ξαναανάγκασε να δραστηριοποιηθώ σεξουαλικά (σεξ ή αυνανισμός). Γιατί το ένστικτό μου είχε πνευματικοποιηθεί.

Αυτό, φίλε μου, που πνευματικοποιεί και εξευγενίζει τη φύση σου είναι ο Θεός κι όχι ο διάβολος. Ό,τι κι αν σου λέει ο Πατριάρχης σου.

Έχουν περάσει είκοσι χρόνια από τότε. Το «ανώτερο επίπεδο» παραμένει. Τίποτα άλλο ασυνήθιστο δεν έχει συμβεί.

Δεν βαρέθηκε ακόμα ο Εξαποδώ να περιμένει να πεθάνω, για να πάρει την ψυχή μου στην Κόλαση;

Τώρα, ως προς την ιστορία που λέει ο θεολόγος για τον Σουάμι Ράμα και τη μαθήτριά του τη φίλη του θεολόγου. Τις λεπτομέρειες δεν μπορώ να τις σχολιάσω. Σε αυτό τον κόσμο μπορείς να ακούσεις διάφορες ιστορίες για τα πάντα. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι, όπως έχω δείξει, οι επιστήμονες που ασχολούνται με άτομα που έχουν αφυπνίσει την κουνταλίνι, λένε ότι μερικές φορές είναι ζόρικα, και χρειάζεται μακρόχρονη προσπάθεια για να περάσουν μέσα από τη διαδικασία μετασχηματισμού, αλλά οι δυσκολίες συνήθως ηρεμούν μετά από κάποιο διάστημα και τα άτομα βγαίνουν πιο ώριμα από τη διαδικασία.
Η πνευματική ανάπτυξη είναι πάντα δύσκολη, δεν είναι παίξε-γέλασε. Δεν θα ωραιοποιήσουμε την κατάσταση. Ο καθένας χρειάζεται να δώσει τον αγώνα του.
Ωστόσο οι ψυχολόγοι λένε ότι δεν πρόκειται για τον "Σατανά". Πρόκειται για μια φυσική διαδικασία μετασχηματισμού που αποφέρει ωρίμανση και πνευματική γλύκα και πείρα με την πάροδο του χρόνου.
Ο Γκόπι Κρίσνα, παρόλο που δοκιμάστηκε, μιλάει πολύ θετικά για αυτήν. Το ίδιο και πολλά άλλα άτομα που είχαν την εμπειρία, όπως μπορείς π.χ. να δεις στο ντοκιμαντέρ
http://www.youtube.com/watch?v=ixJRwAeZqQU που ήδη σου παρέθεσα. Έχουν ήδη περάσει πάρα πολλά χρόνια που είχαν την αφύπνιση και δες πόσο καλά αισθάνονται.

Και η δική μου εμπειρία ήταν θετική (η λέξη "θετική" δεν σημαίνει τίποτα... Πώς θα ονομάσουμε αυτό που σε φέρνει στον Ουρανό και που βάζει το σύμπαν μέσα σου;).

Τώρα, γιατί τίποτα από αυτά δεν αγγίζει  το θεολόγο και γιατί είναι πεπεισμένος ότι πρόκειται για τον Σατανά;...
Αφήνω το ερώτημα ανοιχτό.

-----------------------------------------------------------------------------------------------
                                    
Ινδική πνευματική ποίηση

ˑΑκολουθούν πέντε ποιήματα του
Καμπίρ, γνωστού ποιητή της Ινδίας (14ος αιώνας)

(Μιλάει ο Θεός στον πιστό):


Ψάχνεις για μένα; Είμαι ακριβώς δίπλα σου.
Οι ώμοι μας ακουμπούν.
Δε θα με βρεις στα στούπας, ούτε στα ινδικά τέμενα,
ούτε στις συναγωγές ή στους καθεδρικούς ναούς
ούτε στη λειτουργία, ούτε στις μουσικές, ούτε στα πόδια που διπλώνουν πίσω απ' την πλάτη ή στην ισχνή δίαιτα.
Όταν πραγματικά με ψάξεις, θα με βρεις αμέσως:
θα 'μαι στο πιο μικροσκοπικό σπίτι του Χρόνου.
Ο Καμπίρ λέει: "Μαθητή, πες μου, τι είναι ο Θεός;"
Είναι η αναπνοή μέσα στην αναπνοή.

-----------------
Μια άλλη εκδοχή του ίδιου ποιήματος:


Ω υπηρέτη, πού με ψάχνεις;
Να, είμαι δίπλα σου!
Δεν είμαι στο ναό ή στο τζαμίˑ ούτε στην Κάαμπα ούτε στο Καϊλάς
Ούτε είμαι στις ιεροτελεστίες και τα τυπικά, ούτε στη γιόγκα και την απάρνηση.
Αν είσαι πραγματικός αναζητητής, θα με δεις αμέσωςˑ θα με συναντήσεις στην πιο μικροσκοπική στιγμή του Χρόνου.
Ο Καμπίρ λέει: "Α, Σάντου!"
"Ο Θεός είναι η πνοή της πνοής."

-------------------------
Μιλάει ο Καμπίρ τώρα, ο ποιητής:

Είπα στο πλάσμα μέσα μου που ποθεί:
Τι είναι αυτός ο ποταμός που θες να διασχίσεις;
Δεν υπάρχουν ταξιδιώτες στο δρόμο που πάει στο ποτάμιˑ
ούτε ο δρόμος υπάρχει
Βλέπεις κανένα να κινείται στην όχθη;
Δεν υπάρχει ποτάμι, ούτε βάρκα, ούτε βαρκάρης
Ούτε παλαμάρι ή κάποιος να το τραβήξει.
Δεν υπάρχει στεριά, ούτε ουρανός, ούτε χρόνος, ούτε όχθη, ούτε λιμάνι
Και δεν υπάρχει ούτε σώμα ούτε νους!
Πιστεύεις πράγματι πως κάτι θα κάνει την ψυχή σου να ξεδιψάσει;
Σ' αυτό το μεγάλο κενό, δε θα βρεις τίποτα.
Γίνε δυνατός λοιπόν και μπες μέσα στο δικό σου σώμαˑ
εκεί έχεις σταθερό πάτημα για το πόδι σου.
Σκέψου προσεκτικά και μην πας αλλού.
Λέει ο Καμπίρ: απλώς άφησε κατά μέρος τους φανταστικούς πόθους για τα πράγματα
και εδραιώσου σε αυτό που είσαι.
---------------

Μην πηγαίνεις στον κήπο με τα λουλούδια!
Ω φίλε! μην πηγαίνεις εκεί.
Στο σώμα σου είναι ο κήπος με τα λουλούδια.
Εδράσου στον χιλιοπέταλο λωτό, κι απ' εκεί ατένισε
την Απέραντη Ομορφιά.
----------------------
Στο παρακάτω ποίημα ο "φακίρης" είναι ο γιόγκι γκουρού του Καμπίρ:

Σε σένα τράβηξες την αγάπη μου, ω φακίρη!
Κοιμόμουν στο δικό μου δωμάτιο, και συ με ξύπνησες καλώντας με
Πνιγόμουν στα βάθη του ωκεανού του κόσμου, και συ με έσωσες τραβώντας με
Μ' ένα σου λόγο μόνο, έσχισες όλα μου τα δεσμά.
Ο Καμπίρ λέει: "Τούτος ο φακίρης
ένωσε την καρδιά μου με τη δική του καρδιά."
---------------------

                                                      
Μαχαμπαράτα


Ακολουθούν τρία αποσπάσματα από το γνωστό ινδικό έπος Μαχαμπαράτα
(προ ετών παίχτηκε και παραγωγή του BBC στην ελληνική τηλεόραση):


Ο Βυάσα (ο αφηγητής της Μαχαμπαράτα) καταγράφει τα μοιρολόγια που συντροφεύουν το βασιλιά Ντουριόντανα αυτές τις τελευταίες στιγμές της ζωής του:

Μεγάλε βασιλιά, πού είναι τώρα το λευκό σου αλεξιβρόχι;
Πού είναι τάχα η μυιοσόβη σου η φιλντισένια και το φορείο σου με τις μεταξωτές κουρτίνες;
πού είναι τα μαρμαρένια σου λουτρά και οι στολισμένες σου χορεύτριες;
Τώρα στο χώμα κείτεσαι λαβωμένος θανάσιμα με ματωμένους τους μηρούς, μονάχος μες στη νύχτα.
Στα χέρια σου γυαλίζει το αίμα κι η λάσπη.
Δεν σου απομένει πια παρά μια στάλα μοναχά ζωής,
λυγμοί ταράζουν το κορμί σου κι αίμα πηχτό αδιάκοπα ξερνάς.
Πού είναι τ' άρματά σου τα στολισμένα με σμαράγδια;
Πού είναι τα χωριά σου, τα παλάτια, τα χαρέμια σου;
Πού είναι οι τριακόσιες χιλιάδες καβαλάρηδες κι οι οχτακόσιες χιλιάδες πολεμικοί ελέφαντες;
Τα όρνια σιμώνουν πεινασμένα για να σπαράξουν το κορμί σου, κοπάδια ύαινες και λύκοι πλησιάζουν.
Μάταια τινάζεις τα χέρια τα ματοβαμμένα για να τα διώξεις.
Άκου, οι γύπες τινάζουν τα φτερά τους. Απόψε οι σάρκες σου θα τους θρέψουν.
Μεγάλε βασιλιά, εσύ που τη γη ολάκερη κυβερνούσες,
εσύ που με το ρόπαλό σου το χρυσό οδηγούσες τόσους και τόσους βασιλιάδες, τώρα δεν θέλεις να πιστέψεις
πως οδεύεις στο δρόμο του θανάτου.
Να πιστέψεις δεν θέλεις πως πεθαίνεις κι εσύ...
Το αίμα σού εμποδίζει τη μιλιά, στα μάτια σου γυαλίζει η οργή, η κοφτή σου ανάσα σιγοσβήνει.

Ο χρόνος είναι πάνω απ' όλα.
Κρίμα σε σένα, κρίμα στη μάνα σου την Γκαντάρι που γριά πια θα βγει στους δρόμους της ζητιανιάς.
Κρίμα και στον τυφλό γέρο πατέρα σου, κρίμα στους φίλους σου,
στους ταπεινούς ανθρώπους που τόσα σού έδωσαν
και τώρα θα γυρνούν περιπλανώμενοι σε μια γη όπου χαρά δεν υπάρχει πια.
-----------------------

Ο Βυάσα, βλέποντας το βαθύ πόνο των γυναικών που ψάχνουν μέσα στους χιλιάδες νεκρούς για τους δικούς τους ανθρώπους, μιλά για το μυστήριο του θανάτου:

Δυο κορμοί που επιπλέουν στο νερό, συναντιούνται στον ωκεανό κι ύστερα αμέσως χωρίζουν.
Το ίδιο εσύ κι η μητέρα σου, ο αδερφός σου κι εσύ, η γυναίκα σου κι εσύ, ο γιος σου κι εσύ.
Τους ονομάζεις γυναίκα, πατέρα, φίλο σου, μα δεν είναι παρά μια τυχαία συνάντηση καθ' οδόν.
Τούτος ο κόσμος είναι μια ρόδα που γυρίζει,
ένα πέρασμα στο μεγάλο ωκεανό του χρόνου όπου κολυμπούν δύο καρχαρίες, τα γηρατειά κι ο θάνατος.
Τίποτε δεν διαρκεί, ούτε καν το κορμί σου.
Κανένας δεσμός δεν αντιστέκεται στο χρόνο.
Αυτή τη στιγμή δεν βλέπεις τους προγόνους σου κι ούτε οι πρόγονοί σου σε βλέπουν.
Δεν βλέπεις ούτε τον ουρανό, μήτε τον κάτω κόσμο.
Ποιος φτιάχνει τον άνεμο, τη φωτιά, το φεγγάρι, τον ήλιο, την ημέρα, τη νύχτα, τα ποτάμια, τ' αστέρια;
Όλα είναι βαλμένα πάνω σ' αυτή την πολυποίκιλη δημιουργία, που η αιτία της είναι ακατανόητη.
Τίποτε δεν μένει, τίποτε δεν ξαναγυρνά.
Χαρά, λύπη, όλα είναι κανονισμένα από το πεπρωμένο.
Αυτό που ποθείς, το έχεις.
Αυτό που δεν ποθείς, το έχεις.
Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει γιατί.
Τίποτε δεν εγγυάται τη ευτυχία του ανθρώπου.
Πού είμαι; Πού πηγαίνω; Ποιος είμαι; Γιατί;
Και για ποιο πράγμα θα έπρεπε να κλαίω;
-------------------------

Ο Γιουντίστιρα εγκαταλείπει το στρατόπεδο μες στη νύχτα και κοιτάζει γύρω του την πλάση. Τότε ένα παράξενο ποίημα σχηματίζεται στη σκέψη του απρόβλεπτα χωρίς ο ίδιος να το επιδιώξει:

Ένας μεγάλος ποταμός κυλάει στο πεδίο της μάχης,
κι εισβάλλει στον κόσμο των νεκρών.
Οι σκοτωμένοι ελέφαντες νησιά φαντάζουν στα κόκκινα νερά του,
οι πανοπλίες κροκόδειλοι θαρρείς,
νερό το αίμα, τα πτώματα δεντροκορμοί,
τα σκόρπια σπλάχνα χέλια μοιάζουν.
Τα τσακισμένα κόκαλα των πολεμιστών είναι η άμμος,
ιλύς οι σάρκες, δίνες οι σημαίες, φρύνοι φαντάζουν τα κομμένα χέρια.
Ο ποταμός σκάβει μια κλίνη βαθιά όπου τα πτώματα κοιμούνται
σαν σφιχταγκαλιαμένοι εραστές.

όπου οι ασπίδες μοιάζουν με χρυσά πλεούμενα.
Φύκια φαντάζουν τα μαλλιά και τα κεφάλια βράχια,
τα δαχτυλίδια φυσαλίδες, τ' ακόντια καλαμιές,
οι τροχοί των αρμάτων θυμίζουν στρόβιλους
και τα κομμένα δάχτυλα σαν ψάρια επιπλέουν.
Τα βραχιόλια μοιάζουν με βότσαλα,
τα κύμβαλα με όστρακα.
Ψαράδες, τα τσακάλια...
Τα τόξα πλέουν πάνω στο κύμα τούτο των δακρύων
κι η βουή του ποταμού σαν πονεμένος θρήνος αντηχεί.
Οι κομμένες προβοσκίδες των ελεφάντων τινάζονται σαν ερπετά.
Κι ο κόκκινος ποταμός κυλά νύχτα και μέρα
κάτω απ' τη σκυφτή σκιά των όρνεων.



Πηγή: YouTubeTranslations

No comments:

Post a Comment

Ένα βιβλίο του Δημήτρη Μαμάκου - 4η έκδοση

  Η ιστορία κάποιου που άφησε την πόλη, την καριέρα και τους αγαπημένους του, για ν’ αναζητήσει τη ζωή. Η καταγραφή του οδοιπορικού του από...