Saturday 3 May 2014

Backpacking in Zanzibar (Part 4) - Nungwi & Stone Town.



Αφού πρώτα το ανέβαλα δυο-τρεις φορές, τελικά έφυγα από το Τζαμπιάνι ένα πρωί, με την Τζούλυ και τον Τζεκ. Ήθελαν κι εκείνοι να επισκεφθούν το Νούνγκουι και είχαν κανονίσει για την μετακίνησή τους ένα ιδιωτικό αυτοκίνητο, με οδηγό. Μου πρότειναν να τους ακολουθήσω κι έτσι ταξιδέψαμε παρέα. Το Νούνγκουι είναι το πιο δημοφιλές παραθαλάσσιο θέρετρο του νησιού, που είναι το πιο δημοφιλές παραθαλάσσιο θέρετρο της Ανατολικής Αφρικής.
Από τον Bradt ταξιδιωτικό οδηγό μου (έκδοση του 2006) διάβασα ότι περίπου τέσσερα χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Νούνγκουι, και στην ίδια ακτή, βρίσκεται η Κέντουα, ένα άλλο θέρετρο, που είναι λιγότερο επισκέψιμο, συνεπώς και θορυβώδες, και ότι εκεί η διαμονή μπορεί να είναι σημαντικά οικονομικότερη απ’ ότι στο διάσημο Νούνγκουι, κάτι το οποίο είναι εντελώς εσφαλμένο. Στο Νούνγκουι βρήκα ένα δωμάτιο, με εσωτερική τουαλέτα, με 10 δολάρια (περιλαμβανομένου πρωινού), ενώ στην Κέντουα, η οικονομικότερη προσφορά που μου έγινε ήταν στα 18 δολάρια. Αν είχα πάει κατ’ ευθείαν στο Νούνγκουι, θα είχα γλιτώσει περίπου δύο ώρες περπάτημα, κάτω από τον ήλιο της Αφρικής, με τα σακίδια στους ώμους. 
Το Νούνγκουι έχει δύο όψεις. Η μία είναι εκείνη της παραλίας και η άλλη είναι αυτή του χωριού, περίπου στα δέκα λεπτά με τα πόδια, μακριά από την ακτή (ανατολικά). Στην ακτή είναι έντονη η ατμόσφαιρα της έντονης τουριστικής δραστηριότητας και της ανάπτυξης. Κατά μήκος της συναντάς ξενοδοχεία τεσσάρων αστέρων –ιταλικών συμφερόντων τα περισσότερα-, εστιατόρια δυτικού τύπου και πλήρως εξοπλισμένα μπαρ. 
Η κατάσταση στην Κέντουα είναι παρεμφερής και διαφοροποιείται από την απουσία των μεγάλων μονάδων και από το γεγονός ότι εκεί, σχεδόν κάθε βράδυ, διοργανώνεται ένα μεγάλο πάρτυ σε κάποιο από τα μπαρ της παραλίας.
Το χωριό του Νούνγκουι, από την άλλη, έχει ένα εντελώς διαφορετικό πρόσωπο. Μοιάζει να βρίσκεται στα όρια του εξωπραγματικού η εξωφρενική απόσταση ανάμεσα σε αυτούς τους δύο κόσμους, της τουριστικής ακτής και του χωριού, που συνυπάρχουν κυριολεκτικά ο ένας ακριβώς δίπλα στον άλλον. Αυτό το χωριό μοιάζει πολύ μ’ εκείνο του Τζαμπιάνι, αλλά ετούτο έχει αρκετό περισσότερο κόσμο και είναι πιο ζωντανό. Απλώνεται γύρω από έναν κεντρικό χωματόδρομο, που ξεκινάει από την αλάνα του ποδοσφαίρου (φαίνεται πως το κάθε χωριό στο νησί έχει μία τέτοια) και καταλήγει σε μία ψαραγορά στην παραλία, πάλι (η αλάνα είναι πολύ κοντά στην παραλία). Τα σπίτια αποτελούνται από ένα ή δύο μικρά δωμάτια, συνήθως, που βγαίνουν σε στενές χωμάτινες αυλές. Τα μανάβικα πωλούν κυρίως μπανάνες, πορτοκάλια, κάτι μικρές ντομάτες και κάποιες τοπικές πρασινάδες. Σχεδόν σε κάθε δρομάκι υπάρχει ένα μικρομάγαζο με προϊόντα πρώτης ανάγκης, και ένιωσα έκπληξη προσπερνώντας δυο-τρία μαγαζιά καλλωπισμού - “Curio Shop”, αναγράφεται στις αυτοσχέδιες επιγραφές τους.   
Το παρακάτω συμβάν έτυχε σε μία από τις πρώτες μου περιηγήσεις στους δρόμους του χωριού:
Περπατούσα –όπως και στο Τζαμπιάνι, μερικές μέρες νωρίτερα- ακολουθώντας την προέλευση του δυνατού ήχου αφρικανικών τυμπάνων και κάποιας γιορτής ή κάτι παρόμοιου.
Έφτασα σε ένα άνοιγμα ανάμεσα στα σπίτια, όπου ήταν συγκεντρωμένες περισσότερες από εκατό γυναίκες. Κοπέλες στην αρχή της εφηβείας τους, γυναίκες με γκρίζα μαλλιά, και όλες οι ενδιάμεσες ηλικίες. Κάποιες λικνίζονταν χαριτωμένα και χαμογελούσαν, κάποιες άλλες χόρευαν με ένταση, ακολουθώντας τον ρυθμό των τυμπάνων και των στίχων που έφταναν από μία γωνιά, λίγο πιο πέρα, όπου κάθονταν τρεις μουσικοί. Οι γυναίκες ήταν ντυμένες με πολύχρωμες κελεμπίες, που κάλυπταν όλο το κορμί τους, παρόμοιες με τις καθημερινές τους, αλλά αυτές εδώ είχαν έντονα χρώματα και ήταν άφθαρτες, φανερά φυλαγμένες για ιδιαίτερες περιστάσεις σαν κι αυτήν. 
Κινήθηκα στον χώρο για να βρω μία καλή θέση, αρκετά κοντά για να παρακολουθήσω την τελετή -ή ό,τι άλλο ήταν αυτό- αλλά και αρκετά απομακρυσμένα ώστε να μην κινδυνέψω να προσβάλλω με την ανδρική παρουσία μου κάποιο τοπικό έθιμο – εγώ και οι τρεις μουσικοί ήμασταν οι μόνες ανδρικές παρουσίες στον χώρο.


Στον ήχο των τυμπάνων, στο άκουσμα των στίχων και στην κίνηση των γυναικών ένιωσα πως υπήρχε κάτι το πρωτόγονο. Υπήρχε μία ανεπεξέργαστη ένταση σε κάθε τι. Είχα την αίσθηση ότι βρίσκομαι μπροστά σε κάτι τόσο παλιό, που η ιστορία όπως την ξέρουμε δεν το φτάνει. Κάτι που όσο περνούσε η ώρα, άρχισε να επικοινωνεί με μία πλευρά μου, που η λογική έτσι όπως την ξέρουμε δεν το φτάνει.
Ξαφνικά, ένα κορίτσι γύρω στα δεκαπέντε ήρθε μπροστά μου και με κάλεσε να την ακολουθήσω στον χώρο που χόρευαν οι γυναίκες. Προσπάθησα να αρνηθώ, ευγενικά, όμως εκείνη δεν έμοιαζε να  ακούει. Για κάποιο λόγο, όμως, ένα κομμάτι μου ήθελε να την ακολουθήσει. Σήκωσε τα δυο της χέρια, έσφιξε τα δικά μου και με τράβηξε, γύρω από έναν μικρό κτίριο, ακριβώς στο κέντρο του πανικού. Καθώς προχωρούσαμε, το πλήθος άνοιγε δρόμο για τον ασυνήθιστο επισκέπτη! Σφίγγοντας, συνεχώς, τα χέρια μου, άρχισε να κινείται με τον τρόπο των άλλων. Προσπάθησα να μιμηθώ. Το πλήθος πλήρωσε τον χώρο γύρω μας και άρχισε να πάλλεται εκστατικά. Ελευθέρωναν την ιαχή των γυναικών της Αφρικής, λικνίζονταν, χόρευαν σαν ετούτες να ήταν οι ύστατες στιγμές χαράς του κόσμου, με κοιτούσαν και κάποιες φώναζαν, ενώ άλλες γελούσαν.
***
Εγώ, έκανα προσπάθεια να συντονιστώ με αυτή την ασυδοσία της κίνησης, με αυτή την σχεδόν προκλητική ελευθερία στην ροή της ενέργειας, κτυπώντας πάνω στα εσωτερικά όρια της αστικής ανατροφής μου. Μία σταγόνα του μίγματος των συμβάσεων για την κοινωνική ευταξία, σε έναν ωκεανό εκείνης της ανθρώπινης ύλης, της αρχαιότερης ακόμα κι από εκείνο το προπατορικό αμάρτημα, εκείνης της ανθρώπινης ύλης που ποτέ δεν διανοήθηκε να επιχειρήσει τον γελοιωδώς απατηλό διαχωρισμό της από την φύση και την φύση της.
Ήταν από εκείνες τις σπάνιες και φευγαλέες στιγμές, όπου η σταγόνα ανακτά τους δεσμούς με την πηγή. Αυτές οι στιγμές που συνήθως σηματοδοτούνται… με δάκρυα στα μάτια.
Είναι εκείνες οι τόσο σπάνιες όσο και μεγαλειώδεις στιγμές, για τις οποίες ο εθισμένος ταξιδιώτης είναι πρόθυμος να φτάσει στα έσχατα όρια του σύμπαντος, αναζητώντας τες.
Ευχαριστώ, Αφρική. Ευχαριστώ, μαύρη φυλή. Γιατί κατόρθωσες να διαφυλάξεις αυτή την διάσταση του είδους μου, ίσως την πιο αληθινή, και που καταδέχεσαι, έπειτα απ’ ό,τι έχω κάνει, να μου την επιδεικνύεις ανεπιφύλακτα. Εύχομαι να εξακολουθήσεις να είσαι τόσο ανθεκτική.
  
Some smart tips for (not only) independent travelers and backpackers, about Nungwi: 
When buying bottles of mineral water in Nungwi (and all other touristic destinations) always check the top of the bottle, if there is not the shield, as it is quite regular to be sold refilled bottles. In case you drink it, this will most possibly mean that you‘re going to visit your -or any other available on the moment- toilet many-many times! 


Nungwi’ s hotels have made sure that there is not an ATM in the city (and so the can make some good money out of the really bad rates they offer to the thousands of visitors the get, year-round). Unless you want to lose money, make sure you come over the place bringing along sufficient cash (in loca currency) for your needs.
There are several local restaurants in the village or around the dala-dala station, serving generous meals of rise with beans and spinach or roast beef for 3.500 to 5.000Tsh (2,30 – 3,20$) each while the restaurants on the beach (those of the hotels as well) provide small meals for more than 10.000Tsh.
James’ Guest House seems to be one of the best bargains of the town, while the rooms are more than descent and the yard for some reason feels very welcoming. But, there have been various incidents of sexual harassment to female travellers by James, the local owner of the place. One of them happened while I was here, and the young girl from Hawaii who was unfortunate enough to experience this was not happy at all with it!   
Dala-dalas to and away from Nungwi or any other remote destination on the island should not cost you more than 2000Tsh for you and another 1000Tsh for your backpack (this last one I was not asked for when returning to Stone Town). Take notice that travelling by dala-dalas can sometimes be a very uncomfortable experience.
People who did the day-snorkeling-or-diving trip to Pemba Island from Nungwi, said it to be an awesome experience. They would also recommend the Spanish Dancers’ agency (beachfront) to arrange it.
If it comes that you take a local lady to your bed, watch out for your valuables as it is very often that these would fly away with her leave! And this is something I have been told by locals, as well.
Apart of these, in Nungwi you can enjoy probably the best sea of the island and, if you seek for it, some good experience of local everyday’s life, in the village.

Κάποιο βράδυ στο Τζαμπιάνι, στο μπαλκόνι του Τζεκ και της Τζούλυ, τους είχα ακούσει να διαμαρτύρονται για τους ντόπιους. Είπαν ότι όταν είχαν πρωτοέρθει, ήταν όλοι πολύ φιλικοί, σε βαθμό που τους είχε κάνει εντύπωση. Η γυναίκα που είχε το κοντινό παντοπωλείο ερχόταν συχνά και επισκεπτόταν την Τζούλυ, παρ’ ότι ήξερε καμιά δεκαριά λέξεις στα αγγλικά. Τα παιδιά της επίσης, και ήταν αξιολάτρευτα είπε η Τζούλυ. Μία ωραία μέρα, όμως, έφτασε στα χέρια του ζευγαριού ένα γράμμα. Ήταν από την γυναίκα του παντοπωλείου. Ζητούσε χρήματα. Περίπου διακόσια ευρώ. Υπήρχε και μία ιστορία, που υποστήριζε την ανάγκη να τα λάβει. Το ζευγάρι αρνήθηκε και οι επισκέψεις έπαψαν, αυτόματα. Τα παιδιά, στην αρχή δεν έμοιαζαν να συμμορφώνονται με το νέο καθεστώς, αλλά αργότερα υπέκυψαν στις οικογενειακές κατευθύνσεις. Κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα και με κάποιον άλλο ντόπιο που ήταν «κοντά» στο ζευγάρι. Είπαν και οι δύο πως τους είχε κοστίσει πολύ. Ένιωσαν απογοήτευση.
Εγώ, τους είχα πει πως η δική μου εμπειρία με τους ντόπιους ήταν εντελώς διαφορετική. Στο Τζαμπιάνι είχα κάνει αρκετές επαφές με ντόπιους, και κανείς δεν μου είχε ζητήσει κάτι. Έανς τους, μάλιστα, ο Πάτρικ, ψαράς στο επάγγελμα, με είχε πετύχει ένα απόγευμα που πήγαινε σε ένα χωράφι του, και με είχε προσκαλέσει να τον ακολουθήσω. Αφού φυτέψαμε καμιά 20αριά σπορόφυτα που είχε αγοράσει από το χωριό, μου πρόσφερε τσάι. Καθίσαμε στο κτήμα του, ήπιαμε τσάι και
κουβεβτιάσαμε σαν δύο καλοί φίλοι. Ακριβώς όπως θα είχε συμβεί πίσω στην πατρίδα. Και στην Στόουν Τάουν, παρομοίως. Είχα γνωρίσει ένα δύο ντόπιους, που δεν είχαν ακολουθήσει  την συνήθη τακτική των υπολοίπων, που συνοψίζεται στην φράση «Μουζούνγκου, δώσε μου λεφτά». Ένας από αυτούς, μάλιστα, με είχε ξεναγήσει στον ντόκο των ψαράδων και στην ψαραγορά και με είχε κεράσει ένα πορτοκάλι, και όταν με οδήγησε στον πάγκο που πίνουν οι ψαράδες αραβικό καφέ, πλήρωσε και τον δικό μου! Ο Τζεκ και η Τζούλυ είχαν εντυπωσιαστεί! Να πω την αλήθεια, κι εγώ το ίδιο. Μόνο που δεν κράτησε πολύ…
Ο Πάτρικ ήρθε ένα πρωί στον ξενώνα, με βρήκε να πίνω τσάι, και μου ζήτησε χρήματα για να ταξιδέψει με το ντάλα-ντάλα μέχρι την χώρα. Τα ίδια και χειρότερα, με τον τύπο που είχαμε πάει στην ψαραγορά. Όταν επέστρεψα στην Στόουν Τάουν από το Νούγκουι, τον έψαξα και τον βρήκα. Πήγαμε μαζί για φαγητό στην βραδινή αγορά, και όταν ήρθε η ώρα της πληρωμής, φρόντισε να πληρώσω εγώ και για τους δύο. Λίγα λεπτά αργότερα μου ζήτησε χρήματα για να αγοράσει τσιγάρα κι εγώ αρνήθηκα. Την μέρα που θα έφευγα από το νησί, με περίμενε στην είσοδο του ξενοδοχείου και κάνοντας μία εισαγωγή, που ξεκινούσε με την προσφώνηση «φίλε μου», μου ζήτησε ένα χρηματικό ποσό, σημαντικό για τα τοπικά δεδομένα.
Τι να κάνεις; Έτσι είναι τα πράγματα…

Το κεφάλαιο Ζανζιβάρη έκλεισε έπειτα από την επιστροφή μου στην Στόουν Τάουν. Εκεί πέρασα άλλες 3-4 μέρες, μέχρι να κάνω τις απαραίτητες προετοιμασίες και να προετοιμαστώ ψυχολογικά για ο πέρασμά μου απέναντι, στο Νταρ, κι από εκεί στην ενδοχώρα, στην πραγματική Αφρική…

κείμενο και φωτογραφίες,
του Δημήτρη Μαμάκου
περισσότερα για τον Δημήτρη, εδώ 
συνδεθείτε μαζί του στο facebook, εδώ 
ακολουθήστε τον σύνδεσμο για να δείτε όλες τις φώτο.
 

No comments:

Post a Comment

Ένα βιβλίο του Δημήτρη Μαμάκου - 4η έκδοση

  Η ιστορία κάποιου που άφησε την πόλη, την καριέρα και τους αγαπημένους του, για ν’ αναζητήσει τη ζωή. Η καταγραφή του οδοιπορικού του από...